ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ (1973) ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ (διασκευή αποσπασμάτων)
Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ
ΡΩΜΙΑΚΙ: Εεεε, ψηλέ, πού είσαι...;
ΡΩΜΙΟΣ: Μη μ’ ενοχλείς, έχω ένα πρόβλημα πολύ σοβαρό!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Θα το
λύσουμε, τόσος κόσμος είμαστε δω.
ΡΩΜΙΟΣ: Ας το πούμε πρώτα μεταξύ μας.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Λέγε...!
ΡΩΜΙΟΣ: Είδες το πρόγραμμα του έργου;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Δε μου δώσανε πρόγραμμα.
ΡΩΜΙΟΣ: Ξέρεις ποια ιστορία έχει σειρά;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Όχι! ΡΩΜΙΟΣ: Το Εικοσιένα!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Εύκολο πράμα! Απ’ το δημοτικό σχολειό τα μαθαίνουμε
όλα νεράκι.
ΡΩΜΙΟΣ: (θυμωμένος) Αμ δεν τα μαθαίνουμε!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Και τι σε
νοιάζει εσένα, δάσκαλος είσαι; Θεατρίνος είσαι!
ΡΩΜΙΟΣ: Και τι μ’ αυτό;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Εδώ είναι θέατρο, δεν είναι σχολειό! Ο κόσμος ήρθε
να διασκεδάσει, μάθημα ιστορίας θα του κάνουμε;
ΡΩΜΙΟΣ: Αν θες να γίνεις καλός θεατρίνος, μάθε να σκέφτεσαι
πιο υπεύθυνα!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Εγώ ή εσύ;
ΡΩΜΙΟΣ: Θες να ρωτήσουμε τους θεατές ποιος απ’ τους δυο μας
έχει δίκιο;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Οι θεατές πληρώσανε για να ακούσουνε τι λέμε, όχι
για να μας πούνε τι θα λέμε. Αλλιώς κάθονταν σπίτι τους και γράφανε ένα δικό
τους έργο! Άντε λέγε...
ΡΩΜΙΟΣ: Τι να λέω...;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Για το Εικοσιένα.
ΡΩΜΙΟΣ: (εκνευρίζεται) Βρε μπουμπούνα, έτσι εύκολο το ’χεις
να μιλήσει κανείς για το ποιοι ήταν οι πραγματικοί ελευθερωτές αυτού του τόπου
και τι απογίνανε;
ΡΩΜΙΑΚΙ: (στους θεατές) Αυτός είναι εντελώς αστοιχείωτος.
(στο ΡΩΜΙΟ) Άσε με, βρε παιδάκι μου, να τα πω εγώ που τα ξέρω. Λοιπόν, Κυρίες
και Κύριοι, εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα ήταν πολύ σκλαβωμένη και ήρθε ο
εγγλέζικος στόλος, ήρθε ο γαλλικός στόλος, ήρθε ο ρώσικος στόλος και πολεμήσανε
τους Τούρκους και κατασκοτωθήκανε οι άνθρωποι και έτσι μας βοηθήσανε και
ελευθερωθήκαμε.
ΡΩΜΙΟΣ: (σαν να
γρυλίζει) Μάλιστα!
ΡΩΜΙΑΚI: Κι από τότε όλοι αυτοί γίνανε προστάτες μας και σύμμαχοί
μας και ήρθανε κι άλλοι ύστερα και Αυστριακοί και Ιερά Συμμαχία κι έχουμε πάντα
πρώτης τάξεως συμμάχους και μας έχουνε γύρω γύρω το στόλο τους και δεν μπορεί
να μας πειράξει κανένας!
ΡΩΜΙΟΣ: (άγρια) Σταμάτα!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Γιατί, καλέ; Σε πειράζει η γυμνή αλήθεια;
ΡΩΜΙΟΣ: Ποια αλήθεια, βρε ξόανο; Όλοι αυτοί, ξέρεις για ποιο
λόγο ήρθαν εδώ πέρα;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Το ξέρω και το είπα!
ΡΩΜΙΟΣ: Για να βάλουνε πόδι στον τόπο. Οι Τούρκοι θα φεύγανε
που θα φεύγανε και το πρόβλημα των προκομμένων που είπες ήτανε ποιος θα ’ναι το
επόμενο αφεντικό.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Είσαι αχάριστος με τους μεγάλους μας συμμάχους, που
μόνο καλό έχουμε δει από δαύτους! Αίσχος!
ΡΩΜΙΟΣ: Σκασίλα μου! Για να μη σου πω και για τους κοτσαμπάσηδες,
που επειδή ήτανε χειρότεροι απ’ τους μπέηδες και επειδή τρέμανε που ο
επαναστατημένος λαός θα τους θέριζε, γίνανε
ένα με τις μεγάλες δυνάμεις για να τη γλιτώσουνε.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Ψηλέ, από ψυχιατρείο βγήκες ή από καμιά φυλακή;
ΡΩΜΙΟΣ: Εγώ από φυλακή;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Ξέρω ’γώ; Γιατί έτσι που τα λες εμένα κάτι μου
θυμίζει.
ΡΩΜΙΟΣ: Κι, αυτό σου θυμίζει;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Κι αυτό.
ΡΩΜΙΟΣ: ((στους θεατές) Με τέτοια μνήμη, θα μου ανοίξει φάκελο,
δεν τη γλιτώνω, (στο ρωμιάκι) Άκου δω, σκασίλα μου για το τι άλλο σου θυμίζει,
εγώ μιλούσα αποκλειστικά για το Εικοσιένα!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Ωραία, ας πούμε για το Εικοσιένα.
ΡΩΜΙΟΣ: Δόξα τω Θεώ.
ΡΩΜΙΑΚΙ : Και πώς ν’ αρχίσουμε;
ΡΩΜΙΟΣ: Από πιο παλιά..
ΡΩΜΙΑΚΙ: Δηλαδή...;
ΡΩΜΙΟΣ: Άκου:
Ο πλούσιος έχει τα φλωριά έχει ο φτωχός τα γλέντια.
Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζύρη
μα ’γώ παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,
το ’χει καμάρι η λεβεντιά κι ο κλέφτης περηφάνια.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Κατάλαβα...
Να πω κι εγώ ένα;
ΡΩΜΙΟΣ: Ξέρεις;
ΡΩΜΙΑΚΙ:
«Πώς λάμπει ο ήλιος στα βουνά, στους κάμπους το φεγγάρι;
Έτσι έτσι έλαμπε κι η Λιάκαινα στα τούρκικα τα χέρια.
Πέντε αρβανίτες την κρατούν και δέκα την ξετάζουν,
κι ένα μικρό μπεόπουλο κρυφά την κουβεντιάζει.
—Λιάκαινα, δεν παντρεύεσαι, δεν παίρνεις Τούρκον άντρα,
να σ’ αρματώσει στο φλωρί, μες στο μαργαριτάρι;
—Κάλλιο να δω το αίμα μου τη γης να κοκκινίσει
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει»...
Σου άρεσε...;
ΡΩΜΙΟΣ: ΓΙολύ.
ΡΩΜΙΑΚΙ: (με πολλή συγκίνηση) Κι εμένα...!
ΡΩΜΙΟΣ: Έλα τώρα, μη στενοχωριέσαι! Τώρα τα παλιά βάσανα
τελειώσανε, ήρθε ο Καποδίστριας!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Ααα...!
ΡΩΜΙΟΣ: Πάει ο Καποδίστριας... Τώρα έρχεται ο Όθωνας!
ΡΩΜΙΑΚΙ: (όλο χαρά) Ο ΌΘωνας και η Αμαλία μας!
ΡΩΜΙΟΣ: Μόνο ο Όθωνας, η Αμαλία μας θά ’ρθει αργότερα.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Έτσι μπράβο, να χουμε κι εμείς ένα δικό μας
βασιλιά, να μην περιμένουμε όλο από τους ξένους! Γιατί άμα δεν έχεις νύχια να ξυστείς
…..
Καλά δε λέω;
ΡΩΜΙΟΣ: Σοφά, μόνο που κι αυτόν οι ξένοι μάς τα διάλεξαν...!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Ε, άσ’ τους να διαλέγουνε, ξέρουν αυτοί έχουνε
πείρα οι άνθρωποι...
ΡΩΜΙΟΣ: Έλα, πάμε τώρα... Πω, πω, πω, τι κόσμο! μαζεύεται
για την υποδοχή του Όθωνα...! Κ είναι όλοι δακρυσμένοι απ’ τη συγκίνηση...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Μήπως εγώ δεν κλαίω από χαρά...;
ΡΩΜΙΟΣ: Μάλιστα...
(.Στη σκηνή της υποδοχής του Όθωνα ακούγεται το παρακάτω
τραγούδι που το λένε ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ κι ο λαός του έργου.)
ΑΝΑΠΛΙ
Τρία καράβια φέρανε ξανθό κρασί στ’ Ανάπλι.
Καράβια δώστε μου ξανθό κρασί να ξεδιψάσω.
Φέρε την κούπα τη χρυσή και τ αργυρό λαγήνι.
Πίνω απ’ την κούπα τη χρυσή και μέθυσεν η κούπα.
Απ’ το λαγήνι ξεδιψώ,
μεθάει και το λαγήνι.
Γνέφω του Ήλιου του καλού να πιει να ξεδιψάσει.
Πίνει κι ο Ήλιος ο καλός, ζαλίζεται και πέφτει.
Πάω στο λιβάδι για χορό, χορεύει το λιβάδι.
Κι ένα πουλί, μικρό πουλί, κρυφολαλεί και λέει:
Στη γης αδειάστε το κρασί και σπάστε το λαγήνι,
να δροσιστεί κι η
Κλεφτουριά που ξάπλωσε στα χόρτα,
χωρίς χεράκια για να πιει, πόδια για να χορέψει!
(Από την εσωτερική σκηνή αρχίζει να περνά λαός καί να
πηγαίνει προς την εξωτερική σκηνή. Το πέρασμα αυτό είναι ένα πανηγύρι χαράς. Οι
καπετάνιοι φορούν τις καλές τους φορεσιές. Τ’ άρματά τους είναι γυαλισμένα.
Ανάμεσα στο λαό, οργανοπαίχτες και παλικάρια που πηγαίνουν για την υποδοχή του
βασιλιά χορεύοντας καθ’ οδόν.
Όργανα και τραγούδια ακούγονται κι από άλλες μεριές σαν από
παράλληλους δρόμους που οδηγούν στο ίδιο μέρος. Περνούν επίσης κάποιοι που
φορούν τα ευρωπαϊκά της εποχής κι έχουν και κάποια παράσημα στο στήθος. Περνούν
ακόμη Αγγλογάλλοι αξιωματικοί με φανταχτερές στολές. Ένας καπετάνιος που είναι
μεθυσμένος και παραπατά. Ένας άλλος με ευρωπαϊκά που είναι αισθητά γελοίος.
Ένας γέροντας και μια γερόντισσα ακολουθούν καθυστερημένοι. Ένας παπάς με
αγιαστούρα.
Όταν η αίσθηση από το γιορταστικό αυτό πέρασμα ολοκληρωθεί
και το πλήθος συγκεντρωθεί στην εξωτερική σκηνή, τα όργανα και τα τραγούδια
σκεπάζονται από χαιρετιστήριες κανονιές και ιαχές. Όταν κι αυτά κορυφωθούν, ακολουθεί
μια μικρή παύση αναμονής... και την παύση ακολουθεί ένας χείμαρρος από ομιλίες
στα γερμανικά. Περνά απ’ όλα τα μεγάφωνα και κυκλώνει την αίθουσα. Ταυτόχρονα
το πλήθος στρέφει αργά το κεφάλι με θαυμασμό και προσδοκίες προς την εσωτερική
σκηνή, όπου oι Βαυαροί αξιωματούχοι στήνουν ένα ομοίωμα, τον Όθωνα. Στο στήσιμο
παραστέκουν οι πρέσβεις των δυνάμεων.
Από τους καλεσμένους στο παλάτι ελάχιστοι είναι που
εκπροσωπούν τους παλιούς πολεμιστές. Όσο για το λαό, αυτός έχει κρατηθεί απέξω.
Ακούγονται εμβατήρια από τις συμμαχικές στρατιωτικές
μπάντες. Το πλήθος παρα-κολουθεί πάντα με την ίδια έκσταση. Όταν το στήσιμο του
Όθωνα ολοκληρωθεί, ο με-θυσμένος καπετάνιος ξεβγαίνει μερικά βήματα μπροστά και
λέει φωναχτά...)
Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ε, βασιλέα... θεία χάρη θέλησε να μας
δυναμώσει και να μας σώσει από την τυραννίαν του Σουλτάνου. Και σήμερα
αξιωθήκαμεν να απολάψομεν τον βασιλέα μας. Εμείς έχομεν χρέος να σε ακούμεν και
να σε φυλάμεν με την ζωήν μας και η μεγαλειότης σου βάλε τη δικαιοσύνη σου εις
τα δεινά μας.
οι Πρέσβεις προχωρούν στο προσκήνιo και λένε τραγουδιστά σαν τενόροι τη
όπερας.)
ΑΓΓΛΟΣ: Αγγλίααααα
ΓΑΛΛΟΣ: Γαλλίααααα
ΡΩΣΟΣ: Ρωσίααααα
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ:
Αυστρίααααα
ΑΓΓΛΟΣ: Διπλωματία
ΓΑΛΛΟΣ: Ραδιουργία
ΡΩΣΟΣ: Μηχανορραφία
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ: Ιερά
Συμμαχία
Στη διάρκεια αυτή κατεβαίνουν και φωταγωγούν την εσωτερική
σκηνή μεγάλοι πολυέλαιοί Τα λαϊκά όργανα αντικαθιστά μουσική για χορούς της
εποχής. Γυναίκες με κρινολίνα εμφα- νίζονται. Οι αξιωματούχοι που περιστοίχιζαν
τον Όθωνα κι οι άλλοι επίσημοι καλούν τις ντάμες κι αρχίζουν να χορεύουν. Κάπου
στέκουν μόνο καπετάνιοι και κοιτάζουν τους χορευτές. Ο λαός βουβά, αρχίζει να
φεύγει.
Καθώς όμως φεύγει, αφήνει πίσω -σαν σημάδια- καπετάνιους και
παλικάρια. Έτσι, όταν οι πολλοί έχουν φύγει πια, έχουν μείνει κατά μήκος του
«δρόμου» έξι-οχτώ απ’ αυτούς. Στέκουν σκόρπια και μάλλον συλλογισμένοι. Ο
μεθυσμένος καπετάνιος κι ένας άλλος στέκουν κοντά στην κεντρική σκηνή.
Από το παλάτι βγαίνουν ένας ΒΑΥΑΡΟΣ αξιωματούχος κι ένας
Έλληνας ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ντυμένος φράγκικα. Χαιρετούν με κούνημα του κεφαλιού τους
δυο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥΣ κι έρχονται στην κεντρική σκηνή. Οι δυο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΙ τούς
παρακολουθούν με το βλέμμα.
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ νεύει στον Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ να πάει κοντά τους. Οι
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΙ όμως δεν καταλαβαίνουν και ρωτάνε με νόημα «εγώ;» Αυτός με τα φράγκικα
δείχνει ποιον απ’ τους δυο εννοεί προσθέτοντας το σήμα «έλα εδώ!». Οι
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΙ όμως πάλι τα μπερδεύουν και κινούν κι οι δυο κατά κει. Ο άλλος τους
νεύει «όχι, λάθος»... «εσύ ο από δω, κόπιασε!». Ο Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ, απορημένος και
κοιτάζοντας μια το σύντροφό του μια αυτούς που τον καλούν, τους πλησιάζει...
Μόλις αρχίσει η κουβέντα, η μουσική στις δυο άλλες σκηνές
σταματά κι ο χορός συνεχίζεται στα βουβά.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Είμεθα απεσταλμένοι
του βασιλέως!
(Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ξεσπά σ’
ανοιχτόκαρδο γέλιο, στρέφει προς το παλάτι και φωνάζει)
Α'ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Δεν πειράζει, γιε
μου! Σήμερα είμαστε ούλοι μεθυσμένοι από χαρά. Μέσα στην παραζάλη ούλοι κάνομε
λάθη! Μιλημένα συχωρεμένα!...
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Άκουσέ μας τώρα...
Α'ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Τι ν’ ακούσω;...
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ο βασιλέας ερωτά τι
χάρη θέλεις να σου κάμει;
Α'ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Ρωτάει εμένα;
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Τι χάρη θέλεις απ’ τη
μεγαλειότητά του;
Α'ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Τι πάει να πει
χάρη;
γραμματέας: Εύνοια.
Α'ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Τι πάει να πει
εύνοια;
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ρουσφέτι.
Α ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Ρουσφέτι; Γιατί
να μου κάνει ρουσφέτι;
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Γιατί να μη σου κάνει;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Σε ποιον άλλον θα
κάνει;
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Εσένα μου ’πε να ρωτήσω!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Και γιατί μονάχα εμένα;
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Θα ’χει το λόγο του!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Και όλοι οι άλλοι;
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Άσε τους άλλους,
καπετάνιο!
ΚΑΠΕΤΑΝΙ0Σ: (άγρια) Δε μου τα λες
καλά, γραμματικέ!
(Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ κάτι λέει στ’ αυτί
τον ΒΑΥΑΡΟΥ.)
ΒΑΥΑΡΟΣ: Ντας ιστ ντοχ κάινε αντβόρτ!
(τώρα λέει κι αυτός κάτι στ’ αντί τον γραμματέα)
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: (στον καπετανιο) Θέλεις
νά ’ρθεις στο παλάτι να χορέψουμε;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: (σταυροκοπιέται
έκπληκτος) Εμείς περιμέναμε το βασιλέα να ’ρθεί να χορέψει το δικό μας χορό,
όχι εμείς τον εδικό του.
(Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ κάτι λέει στ’ αντί
τον βαυαρού. Κινούν κι οι δυο βιαστικά για την εσωτερική σκηνή ενώ ταυτόχρονα η
μουσική ξανακούγεται.
Οι ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΙ στο δρόμο
ανταλλάσσουν ματιές ως τη στιγμή που απ’ το παλάτι ξαναβγαίνουν ο βαυαρός κι ο
γραμματέας μ’ άλλους μαζί - τόσους ώστε ν’ αντιστοιχούν από ένας σε κάθε
καπετάνιο. Όταν αυλικοί σταθούν απέναντι στους συνομιλητές τους, η μουσική
σταματά κι όσοι απόμειναν στο παλάτι χορεύουν πάλι στα βουβά. Ο διάλογος που
ακολουθεί λέγεται ομαδικά ανάμεσα σε ΑΥΛΙΚΟΥΣ και ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥΣ.)
ΑΥΛΙΚΟΣ: Είμαι απεσταλμένος του
βασιλέως.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ο Θεός να του δίνει
χρόνια.
ΑΥΛΙΚΟΣ: Ο βασιλέας ξέρει πόσες
θυσίες έκαμες για την πατρίδα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Όλοι το ίδιο εκάναμε.
ΑΥΛΙΚΟΣ: Εκείνος μου είπε για σένα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Όλοι αγωνιστήκαμε για
ελευθερία.
ΑΥΛΙΚΟΣ: Τι χάρη θέλεις να σου κάμει;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Τι θα πει χάρη;...
ΑΥΛΙΚΟΣ: Αυτό να πω στο βασιλιά;
Α ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Να πεις στο βασιλέα
και στους συμβούλους του ότι καμιά χάρη ατομική δε θέλω. Ότι τώρα που οι θυσίες
κι οι αγώνες των Ελλήνων ανθίσανε, τον καρπό θέμε να τον χαρούμεν όλοι μαζί.
Ότι όλοι μαζί αγωνιστήκαμε και τα βραβεία της ελευθερίας δεν πρέπει να τα κάμει
ρουσφέτι.
ΑΥΛΙΚΟΣ: Α δεν είσαι συ, θα ’ναι
άλλος.
Α'ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ας είναι άλλος, εγώ
να μην είμαι!
(Οι γραμματικοί αρχίζουν να
τρέχουν σαν κουρδισμένοι πάνω κάτω στο δρόμο, αλλάζουνε συνομιλητή και
ξαναρχίζουν.)
ΑΥΛΙΚΟΣ: Μπορεί ο βασιλιάς να σου
’χει εμπιστοσύνη;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Αυτό ας το σκεφτεί ο
ίδιος!
ΑΥΛΙΚΟΣ: Ό,τι σου πω μπορεί να
μείνει μεταξύ μας;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ο βασιλέας μού το ζητά
ή εσύ;
ΑΥΛΙΚΟΣ: Εκείνος, εμείς είμεθα η
φωνή του.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Και τι θέλει;
ΑΥΛΙΚΟΣ: Μάθε λοιπόν ότι είσαι
στον κατάλογο!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ποιον κατάλογο;
ΑΥΛΙΚΟΣ: Κι από τους πρώτους
μάλιστα επάνω επάνω!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Και τι θα πει που
είμαι στον κατάλογο;
ΑΥΛΙΚΟΣ: Όλα τα δάχτυλα του χεριού
είναι ίδια;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Όχι.
ΑΥΛΙΚΟΣ: Αν δεν το νιώσετε αυτό,
χαθήκαμε.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Τι δηλαδή να νιώσουμε;
ΑΥΛΙΚΟΣ: Πρέπει να ξεχωρίσετε οι
καλύτεροι!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Θα γίνει αδικία
μεγάλη!
ΑΥΛΙΚΟΣ: Τα πράματα είναι απλά,
καπετάνιο.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Όλοι ήταν άξιοι, όλοι αγωνιστήκανε!...
ΑΥΛΙΚΟΣ: Τώρα δε θέμε παλικάρια!
Τα παλικάρια χωρίς όπλα είναι άχρηστα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Τι λες, ρε
γραμματέα...
ΑΥΛΙΚΟΣ: Για να μην πω και τα
χειρότερα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ποια δηλαδή;...
ΑΥΛΙΚΟΣ: Τώρα θέμε μυαλά! Κράτος!
Οργάνωση! Διοίκηση.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ποιος λέει όχι;...
ΑΥΛΙΚΟΣ: Τώρα το πρόβλημα είναι,
καπετάνιο, πώς να τους πάρουμε τα όπλα! Πώς να μην έχουμε πια παλικάρια!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Εεε;...
ΑΥΛΙΚΟΣ: Και μόνο εσύ μπορείς να
το πετύχεις! Αλλιώς θα σφάξουμε ο ένας τον άλλο!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Θεός φυλάξοι!
ΑΥΛΙΚΟΣ: Ο βασιλιάς χρειάζεται
έμπιστους δικούς του ανθρώπους, μυαλωμένους, άξιους, πατριώτες, τίμιους,
ικανούς, γενναίους...
ο Α ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ βουτά τον αυλικό
που του μιλά απ’ το λαιμό και πάει να τον πνίξει.)
ΑΥΛΙΚΟΣ: Βοήθεια!
(Η μουσική σταματά. Απ ’ το
παλάτι, στρέφουν όλοι να κοιτάξουν έξω. Ο Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ρίχνει χάμω τον ΑΥΛΙΚΟ.
Πανικόβλητος κι αυτός κι οι άλλοι αυλικοί καταφεύγουν τρέ- χοντας στο παλάτι.
Στο δρόμο μένουν μόνο οι καπετάνιοι. Ο Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ οργώνει σαν μανιασμένος το
δρόμο και φωνάζει...)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Όλοι μαζί Έλληνες!...
Αυτοί πάνε να μας διαλύσουνε... Αυτοί δεν ήρθανε να μας κυβερνήσουνε με
δικαιοσύνη αλλά με τη διχόνοια... Κι όταν μας βοηθούσανε να λευτερωθούμε άλλα
είχανε στο νου τους!... Μας δώσανε όπλα να λευτερωθούμε μα τώρα που
λευτερωθήκαμε δε μας θένε ελεύτερους... Μας φοβούνται ελεύτερους! Τι έχουνε
κατά νου και μας φοβούνται;...
(Σκοτάδι.)
(…)
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ (ΑΛΛΗ ΣΚΗΝΗ)
Το ΡΩΜΙΑΚΙ περνά τυχαία και ξαφνιάζεται όταν ακούει...
ΑΓΑΛΜΑ: Ε, συ!...
[Το ΡΩΜΙΑΚΙ ψάχνει να δει ποιος μίλησε.)
ΑΓΑΛΜΑ: Έι ...εσένα μιλάω!...
[Το ΡΩΜΙΑΚΙ συνεχίζει να ψάχνει.)
ΑΓΑΛΜΑ: Από δω γύρνα...
[Το ΡΩΜΙΑΚΙ καταλαβαίνει πως η φωνή είν’ απ’ το άγαλμα και
παγώνει.)
ΑΓΑΛΜΑ: Θα μου κάνεις μια χάρη;...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Αμ... αμ... η... ο...
ΑΓΑΛΜΑ: Κουφάλαλο είσαι, βρε κακόμοιρο;...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Όι... άι... ηηη
ΑΓΑΛΜΑ: Τότε γιατί δε
μου αποκρίνεσαι;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Μι... μι... μι... μιλάς;
ΑΓΑΛΜΑ: Εγώ μιλώ, εσύ τι έχεις και δε μιλάς;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Μπο-μπο...
μπορείς;
ΑΓΑΛΜΑ: Τώρα μπορώ! Άλλοτε δεν μπορούσα...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Μα... μα...
μα... είσαι...
ΑΓΑΛΜΑ: Δίκιο έχεις. Δε μοιάζω και πολύ έτσι που με
καταντήσανε αλλά, αν με καλοπροσέξεις, εγώ είμαι... ο γερο-Κολοκοτρώνης. Το
λοιπόν, θα μου κάνεις μια χάρη;...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Τι... τι... τι χάρη;...
ΑΓΑΛΜΑ: Θα μου ξύσεις λίγο την πλάτη; Έχω μια φαγούρα που μ’
έχει τρελάνει!...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Την πλάτη;...
ΑΓΑΛΜΑ: Ναι, μπράβο! Έτσι που μου ’βαλε τα χέρια αυτός ο
μαγκούφης ούτε να ξυστώ δεν μπορώ...
(Το ρωμιακι πάει από πίσω για να του ξύσει την πλάτη.)
ΡΩΜΙΑΚΙ: Εδώ;
ΑΓΑΛΜΑ: Ναι, μπράβο... Αααααα. Αααααααααα. Την
ευχή μου να ’χεις... Και πιο πάνω λιγάκι... Αα- ααααα. Έτσι
λοιπόν που μου ξεράνανε το χέρι το μόνο όφελος είναι που δείχνω το Πανεπιστήμιο...
Εσύ που ’σαι ακόμα μικρή να μου το θυμηθείς... αυτό το παλάτι μια μέρα θα φάει
το άλλο. Αααααα! Ξύσε και δεξιά μια στάλα... Έτσι... Και αριστερά λιγάκι. Έτσι
μπράβο. Μόνο που δεν έχω τίποτα να σε φιλέψω.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Φτά... φτά... φτά... φτάνει;
ΑΓΑΛΜΑ: Άντε ευχαριστώ και άμα περνάς απ’ εδώ να με θυμάσαι.
(Το ρωμιακι φεύγει έντρομο τρέχοντας και πέφτει πάνω στο
ΡΩΜΙΟ που έρχεται από την εξωτερική σκηνή.)
ΡΩΜΙΑΚΙ: Έλα γρήγορα... (τον τραβάει)
ΡΩΜΙΟΣ: Τι τρέχει;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Μιλάει...
ΡΩΜΙΟΣ: Ποιος μιλάει;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Δε με πιστεύεις;
ΡΩΜΙΟΣ: Πού με πας;
ΡΩΜΙΑΚΙ:Ό... το... (τον έχει φέρει κοντά στο άγαλμα:)
Μιλάει!...
ΡΩΜΙΟΣ: (ευχαριστημένος) Σοβαρά; (απλώνει το χέρι ψηλά και
κάνει χειραψία με το άγαλμα) Τα σέβη μου, στρατηγέ, τι μου κάνετε;
ΑΓΑΛΜΑ: Καλώς τονε, εσύ τι μου κάνεις;
ΡΩΜΙΟΣ: Ας τα λέμε
καλά! Τι νέα έχουμε;
ΑΓΑΛΜΑ: Εγώ τι νέα να ’χω; Κάθομαι δω και φιλοσοφώ.
ΡΩΜΙΑΚΙ: (στο ρωμιό) Σε ξέρει;
ΡΩΜΙΟΣ: Είναι πολύ ωραία θέση εδώ, είναι πέρασμα.
ΑΓΑΛΜΑ: Ωραία είναι, δε λέω, κουτσοί στραβοί από δώ περνάνε!
Αλλά ώσπου να συνηθίσω, -εννοώ ως άγαλμα- χρειάστηκα γαϊδουρινή υπομονή.
ΡΩΜΙΟΣ: Σοβαρά; Εγώ πάλι νόμιζα ότι θα είναι πολύ ευχάριστο.
ΑΓΑΛΜΑ: Ξέρεις τι μπούρδες ακούω όλη μέρα, το τι γέλιο κάνω
δε βάνει ο νους σας. (γελάει)
ΡΩΜΙΟΣ: Χα, χα, χα, το φαντάζομαι!
ΡΩΜΙΑΚΙ: (τραβάει πιο δυνατά το σακάκι τον ρωμιού) Καλέ, από
πού σε ξέρει;
ΑΓΑΛΜΑ: Εκείνον τον Καραϊσκάκη τον κάνανε άγαλμα;
ΡΩΜΙΟΣ: Νομίζω...
ΑΓΑΛΜΑ: Θα τον κάνανε, δεν μπορεί, όλους θα μας κάνουνε, δε
θα τη γλιτώσει κανένας μας.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Τον κάνανε, εγώ το ’χω δει το άγαλμα.
ΑΓΑΛΜΑ: Εδώ κοντά είναι;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Δε θυμάμαι.
ΑΓΑΛΜΑ: Ε και να μπορούσε νά ’ρθει εδώ πλάι ή να μπορούσα να
πάω εγώ κοντά του, τι γέλιο θακάναμε! Άκου να δείς. Όσο ζούσαμε δεν μπορώ να πω
ότι τα πηγαίναμε τέλεια. Όμως τέτοιον γενναίο και χωρατατζή δεν είχαμε δεύτερο.
Όχι, δεν είχαμε. Κι αν ήμασταν τώρα παρέα εδωνά, κάτι μπορούσαμε να σκαρώσουμε.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Να πάω να ψάξω να βρω πού είναι;
ΑΓΑΛΜΑ: Εσύ μου ’ξυσες την πλάτη πρωτύτερα;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Να την ξαναξύσω;
ΑΛΜΑ: Όχι... για πήγαινε στάσου πιο κει κι άμα δεις να
ρχεται κανένας μίλησέ μας!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Όποιος και να ’ναι;
ΑΓΑΛΜΑ: Όποιος και να ’ναι ...(το ρωμιακι πάει, εκεί καί
κρατάει τσίλιες• το άγαλμα λέει στο ρωμιό) Άκου δω τώρα εσύ που είσαι άντρας...
Δεν τα πάτε καλά, καθόλου καλά...
ΡΩΜΙΟΣ: Το ξέρω!
ΑΓΑΛΜΑ: Θα το χάσετε το Σύνταγμα... θα σας το φάνε οι ίδιοι
που σας το υπογράψανε...
ΡΩΜΙΟΣ: Όχι δα, στρατηγέ μου!
ΑΓΑΛΜΑ: Βρε, άκου που σου λέω. Γιατί λες πάψανε να
γιορτάζουνε την 3η Σεπτεμβρίου! Το πάνε λάου λάου.
ΡΩΜΙΟΣ: Και τι λες να κάνουμε, καπετάνιο;
ΑΓΑΛΜΑ: Προς ώρας μού κάνεις εσύ μια μικρή χάρη;
ΡΩΜΙΟΣ: Όσες θέλεις!...
ΑΓΑΛΜΑ: Να μου κατεβάσεις το χέρι... Έχω πιαστεί έτσι που
μου το παλούκωσε αυτός ο κερατάς.
ΡΩΜΙΟΣ: Ευχαρίστως! Μικρή, έλα δώ...! (ευχαριστημένος) Θα
του κατεβάσουμε το χέρι!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Κύριε στρατηγέ, συμφωνείτε που θέλει σας κατεβάσει
το χέρι;
ΑΓΑΛΜΑ: Εγώ του το είπα...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Άμα του το είπατε σεις εντάξει. Γιατί αυτός -εσείς
δεν τον ξέρετε καλά- όλο πρωτοβουλίες είναι ώσπου να βρούμε κανέναν μπελά.
ΑΓΑΛΜΑ: Βρε Έλληνες, δυο είστε και διαφωνείτε;
ΡΩΜΙΟΣ: Πιάσε γερά το στρατηγό από τη μέση και βάστα κόντρα!
ΡΩΜΙΑΚΙ: (αγκαλιάζει το ΑΓΑΛΜΑ απ’ τη μέση) Καλά είν’ έτσι;
ΡΩΜΙΟΣ: Ωραία. Στρατηγέ, κατεβάζω!
ΑΓΑΛΜΑ: Δώσ’ του! Κι
άλλο! Κι άλλο... Έλα λίγο ακόμα... Δόξα σοι ο Θεός! κουνάει ευχαριστημένος το
χέρι του σαν για να το ξεμουδιάσει)
ΡΩΜΙΑΚΙ: Και το άλλο.
ΑΓΑΛΜΑ: Το ζερβό;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Μια και αρχίσαμε... Τι ένα τι δύο!
ΡΩΜΙΟΣ: (στο ρωμιάκι) Ξαναπιάσε!
ΑΓΑΛΜΑ: Άντε μπράβο...
(Το ρωμιακι ξαναπιάνει, ο ΡΩΜΙΟΣ ετοιμάζεται να κινήσει το
αριστερό χέρι.)
ΡΩΜΙΟΣ: Στρατηγέ, τραβάω!...
ΑΓΑΛΜΑ: Τράβα και μη σε νοιάζει!... Πιο δυνατά!... Ακόμα...
Ντιπ μου το ξέρανε ο κερατάς!... Τράβα!... Έτσι μπράβο. (κουνάει ευχαριστημένος
και τα δυο χέρια) Τι ωραίο που είναι να χεις τα χέρια σου λυτά!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Κύριε Κολοκοτρώνη, έτσι γελαστός είσαστε πάντα;
ΑΓΑΛΜΑ: Λίγο πολύ. Αλλά αφότου πέθανα το παράκανα... Και μάλιστα
με τα περασμένα ξεραίνομαι στα γέλια!...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Περνάτε ωραία δηλαδή;
ΑΓΑΛΜΑ: Άκου να δεις. Άλλοτε τα ζούσα, τώρα τα σκέφτομαι.
Άμα τα ζεις πονάς, άμα τα σκέφτεσαι γελάς.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Αυτός μου είπε ότι σας δικάσανε για προδοσία,
αλήθεια είναι;
ΑΓΑΛΜΑ: Το κρύβουνε;...
PQMIAKI: Όχι... αλλά ως φαίνεται δεν το πολυλένε κιόλας! Και
δε μου λέτε, γελούσατε και τότε;
ΑΓΑΛΜΑ: Λιγάκι...
PΩMIAKI: Εσείς όμως, κύριε Κολοκοτρώνη, άμα είπανε «εις θάνατο
διά προδοσία», δε φαρμακωθήκατε;
ΆΓΑΛΜΑ: Όχι. Χαμογέλασα κι είπα «μνήσθητί μου, Κύριε»... Με
το άλλο δε γέλασα... με κείνο φαρμακώθηκα.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Με ποιο;
ΑΓΑΛΜΑ: Που μου δώσανε χάρη.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Ευτυχώς!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Κι ύστερα...
ΑΓΑΛΜΑ: Και που λες, ύστερα μου κάνανε κι ένα γλέντι στο
παλάτι για να με τιμήσουνε... Με βάνει ο βασιλιάς να καθίσω πλάι του... σε μια
στιγμή λέει του διερμηνέα να με ρωτήσει... «Ποια τιμή και ανταμοιβή θέλω κι
ό,τι να ’ναι θα μου τις δώσει». Λες και θα τις έβγανε από τη δική του κασέλα...
Κοιτάζω ένα γύρο το παλάτι... (χωρίς να το συνειδητοποιήσει ότι τα πόδια του
έχουν ελευθερωθεί τα κινεί, κατεβαίνει απ’ το βάθρο και συνεχίζει την αφήγηση,
ενώ ο ρωμιός και το ρωμιάκι βλέπουν πιο πολύ παρά ακούνε) Βλέπω την αλεπού το
γραμματέα της Δικαιοσύνης που μου ’χε σκαρώσει την κατηγορία...Ήταν άσπρος σαν
τον εγγλέζικο χασέ. Τον λυπήθηκα... Βλέπω τους εχτρούς μου του Βουλευτικού...
Σφιγγόντανε σαν να πάθανε κόψιμο... Βλέπω τους Μπαβαρέζους μες στα λούσα
τους... Ψευτοκάνανε τους ευχαριστημένους... Γυρίζω στο βασιλιά... Μύριζε
κολώνιες... Λέω από μέσα μου «άι σιχτίρ»... Λέω με τη φωνή μου... Τι θέλω; Πες
στα βιολιά να μου παίξουν ένα κλέφτικο, (ακούγεται χαμηλά ένα κλαρίνο σε
κλέφτικο σκοπό) Άντε πηγαίνετε τώρα γιατί έχω να ετοιμαστώ γι’ αύριο.
ΡΩΜΙΟΣ: Αύριο; Τι θα γίνει αύριο;...
ΑΓΑΛΜΑ: Αύριο ξημερώνει πάλι 25 του Μάρτη... Θα ’ρθουνε με
στεφάνια και τούμπανα... Εγώ θα ’μαι κει πάνω σαν άγαλμα... Και σαν έρθει η
στιγμή να βγει μπροστά ο μαγκούφης που θα βγάλει το λόγο... «Στάσου!»... θα του
πω... (Κάθε χρόνο το λόγο τον εβγάνατε εσείς!... Φέτος θα τον βγάλουμε μεις...
Και πρώτα πρώτα εσύ, κύριε ρήτορα, της ημέρας... Ελόγου σου δεν είσαι που
’ριξες φυλακή το Νικηταρά;... Κρύψε τα χαρτιά σου!... Για ακούτε, βρε τωρινοί
'Ελληνες... Άμα σας φέρνουνε για παράδειγμα εμάς τους πεθαμένους, μάθετε να
ξεχωρίζετε με ποια πονηριά σάς το λένε... Κι άμα σας λένε για την ελευθερία που
πολεμήσαμε, να τη βλέπετε πρώτα αν έχει τέσσερα μάτια. Δυο μάτια για να βλέπει
τον Τούρκο και δυο πίσω, να βλέπει εκείνον που θέλει να φύγει ο Τούρκος για να
γινεί αφέντης ατός του! Προσέχετε, Έλληνες κι αν θέτε στα αλήθεια να τιμήσετε εμάς τους παλιούς, μη μας
τηράτε πλέον. Κάμετε το δικό σας δρόμο, πάτε μπροστά και λησμονήστε μας! Εμάς
το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε και δε μοιάζει με το δικό σας. Μη σας λένε
πως εμείς, αγράμματοι, μ ένα ξεροκόμματο και με την πίστη στο Χριστο κάναμε
θάματα!... Πού σαι, ορέ Καραϊσκάκη. να τα πεις καλύτερα!...
«Εμείς επολεμήσαμε για να ’χετε σεις τα γράμματα και το ψωμί
που δεν είχαμε και να μη χρειάζεστε θάματα για να ζήσετε ζωή ανθρωπινή... Έι,
Παπαφλέσσα, σήκω κι έλα βοήθα. Αφήστε το δικό μας αγώνα και κοιτάτε το δικό
σας... Πού είναι η 3η του Σεπτέμβρη;... Πού είναι το Σύνταγμά σας;... Ο
Σεπτέμβρης είναι παιδί του Μάρτη κι εσείς παιδιά δικά μας.
Οι πεθαμένοι με τα πεθαμένα κι οι ζωντανοί με τα ζωντανά...
Εμείς τι άλλο να θέμε;... Πού είσαι, Καρα'ί'σκο!... Φλέσσα!... Αντρούτσο...
Έμπα μπροστά, γερο-Πλαπούτα... Άι μπράβο... παίξτε μας ένα τσάμικο...»
(Το κλαρίνο δυναμώνει και χορεύει για λίγο μοναχικά στο φως
που χαμηλώνει.)
ΤΕΛΟΣ