Οι παραλογές ανήκουν στα δημοτικά τραγούδια
• χαρακτηριστικά γνωρίσματα του είδους:
Ø Αφηγηματικότητα (υπόθεση, πρόσωπα, πλοκή)
Ø Δραματικότητα (συγκρούσεις, διάλογοι, δράση)
Ø Περιστατικό του ανθρώπινου βίου πραγματικό ή πλαστό
Ø Παραμυθικό ή εξωπραγματικό στοιχείο
Τεχνικές δημοτικού τραγουδιού (βλ. και
Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων σ.42-44):
·
Στίχος
συνήθως ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, που χωρίζεται σε δύο ημιστίχια (το πρώτο
οκτασύλλαβο και το δεύτερο επτασύλλαβο)
·
Το
δεύτερο ημιστίχιο πολλές φορές επαναλαμβάνει το νόημα του πρώτου
·
Δεν
υπάρχει ομοιοκαταληξία
·
Κάθε
στίχος εκφράζει ένα πλήρες και ολοκληρωμένο νόημα (νοηματική και συντακτική
αυτοτέλεια)
·
Γλώσσα
δραστική, ζωντανή και παραστατική. Κεντρικό ρόλο παίζει το ρήμα και το
ουσιαστικό.
·
Άστοχα
ερωτήματα: π.χ. Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
·
Παμψυχισμός:
όλα τα άψυχα (βουνά, ποτάμια, δέντρα κτλ.) αποκτούν φωνή και συμπεριφέρονται ως
ανθρώπινες οντότητες.
·
Οι
παραλογές παρουσιάζουν και έντονα παραμυθικά και εξωλογικά στοιχεία
·
Οι
παραλογές επίσης έχουν στοιχεία έντονης δραματικότητας
·
Οι
δύο καλύτερες παραλογές: Του νεκρού αδερφού και του Γεφυριού της Άρτας
·
Στις
παραλογές η υπόθεση είναι συχνά πλαστή αλλά απηχεί συγκεκριμένες κοινωνικές
καταστάσεις
·
Συχνά
μοτίβα: Στοιχείο υπερβολής και αδυνάτου, ο αριθμός τρία και τα πολλαπλάσια του
Κοινό φύλλο εργασίας σε όλους
(για την παραλογή «Του νεκρού αδελφού»
1). Ποιο είναι το θέμα του ποιήματος;
2). Ποια είναι η κοινωνική θέση της γυναίκας (λάβετε
υπόψη και τα δύο γυναικεία πρόσωπα);
3). Ποιες είναι οι υποχρεώσεις του άντρα απέναντι στην
οικογένεια του; Πώς σχετίζονται με τη νεκρανάσταση του Κωσταντή (σχήμα αδυνάτου
και εξωλογικό στοιχείο).
4). Σε ποια εποχή τοποθετείται η δημιουργία του
τραγουδιού; Σύμφωνα με τις ιστορικές σας γνώσεις ποια ήταν η κοινωνική θέση της
γυναίκας τότε;
Παράλληλα κείμενα
Διαβάστε τα δύο ποιήματα του Μιχ. Γκανά και εντοπίστε τα σημεία επιρροής από το
τραγούδι «Του νεκρού αδελφού». Πώς παρουσιάζεται η φιγούρα του Κωσταντή;
(Παραλογή, 1993) [Ι]
Κοιτάζω ένα πηγάδι. Με κοιτάζει.
Κοιταζόμαστε ώρα πολλή
σαν μαλωμένα αδέρφια.
Μονόφθαλμο σκοτάδι με τραβάει
και κατεβαίνω πέτρα πέτρα
απόκρημνη ζωγραφική.
Σωτήρη. Με τα δικά σου δάχτυλα κρατιέμαι
με το δικό μου σώμα κινδυνεύω
γλιστρώ και με φωνάζεις Κωνσταντίνο.
Μου πέφτουν τα σγουρά μαλλιά και το ξανθό μουστάκι
σαν άρρωστο παιδάκι ψιθυρίζω
τη βραδινή μου προσευχή
(Παραλογή, 1993) [ΙΙ]
Μια μάνα γύρευα να βρω
μ’ εννιά μαχαίρια στο πλευρό
και με τη μια της κόρη.
Τη βρίσκω στα βασιλικά
σε πέντε όνειρα κακά
και μες στα καρυοφύλλια.
Να ’πιανε μια νεροποντή
να ξύπναγε τον Κωσταντή
να πάει βρεγμένος σπίτι.
Να του φορέσει τα στεγνά
να τον μαλώνει σιγανά...