Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Δημοτικό τραγούδι




Από την ανθολογία του δημοτικού τραγουδιού του Νικόλαου Πολίτη (1914)
ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΤΟ ΚΡΟΥΣΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΟΠΟΛΗΣ
(1361)

[Το άσμα περί της δηώσεως της Αδριανουπόλεως δημοσιευθέν το πρώτον υπό του Άγγλου Pashley τω 1837, όστις ήκουσεν αυτό εν Κρήτη, δεν αναφέρεται πάντως εις την κατάληψιν της πόλεως κατ’ Αύγουστον του 1829 υπό των Ρώσων, ήτις άλλως εγινεν αμαχητί και εθεωρήθη ως λύτρωσις από του τουρκικού ζυγού. Ίσως διεκτραγωδεί την άλωσιν υπό του Αμουράτ κατά το 1361, ης προηγήθη κατά το 1355 η δήωσις υπό των συμμάχων του βασιλέως Καντακουζηνού Τούρκων. Τότε θα διετηρείτο ακόμη νωπή η μνήμη των αλλεπαλλήλων αλώσεων και καταστροφών της πρώτης μετά την Κωνσταντινούπολιν πόλεως της Θράκης κατά τας αρχάς του ΙΓ' αιώνος υπό των Φράγκων, Βουλγάρων και Ελλήνων, αφού μάλιστα τρεις τούτων έγιναν εντός δύο ετών. Επειδή δε σχεδόν άνευ εξαιρέσεως τα ιστορικά άσματα είναι σύγχρονα των γεγονότων, το άσμα τούτο δυνάμεθα να θεωρήσωμεν ως το παλαιότατον των ιστορικών δημοτικών ασμάτων μας].

Ταηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης
κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι,
κλαίγουν την Αντριανόπολη την πολυκρουσεμένη,
οπού τήνε κρουσέψανε τις τρεις γιορτές του χρόνου,
του Χριστουγέννου για κηρί, και του Βαγιού για βάγια,
και της Λαμπρής την Κυριακή για το Χριστός ανέστη.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1)      Σε ποιο γεγονός αναφέρεται το τραγούδι και σε ποια κατηγορία εντάσσεται ανάλογα με το θέμα του;
2)      Ποια στοιχεία μορφικά συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού του ως παραδοσιακού ποιήματος;
3)      Στις τεχνικές του δημοτικού τραγουδιού συγκαταλέγονται το στοιχείο της υπερβολής και του αδυνάτου και ο αριθμός τρία και τα πολλαπλάσιά του. Τα ανιχνεύετε στο ποίημα;



Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΚΡΙΤΗ

Ως έτρωγα κι' ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα,
ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου ερράη,
κ' εμένα ο νους μου τό βαλε, παντρεύουν την καλή μου,
με κάποιον άλλον τη βλογούν κ' εκείνη δεν τον θέλει,
παντρευαρραβωνιάζουν την κ' εμένα μ' αστοχούνε.
Περνώ και πάω 'ς τους μαύρους μου, τους εβδομηνταπέντε.
"Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι,
ποιος ειν' αψύς και γλήγορος, να τον καβαλλικέψω,
ν' αστράψη 'ς την ανατολή και να βρεθή 'ς τη δύση;"

Οι μαύροι μου όσοι τάκουσαν ούλοι βουβοί απομείναν,
κι' όσαις φοράδες τάκουσαν έρρηξαν τα πουλάρια,
κ' ένας γρίβας παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος,
κείνος απολογήθηκε, γυρίζει και μου λέει.
"Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι' αν είναι.
Οπού είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια μουλάρια,
οπού είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο.
Εγώ είμαι γέρος κι' άχαρος, ταξίδια δε μου πρέπουν,
μα για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω,
οπού μ' ακριβοτάγιζε 'ς το γύρο της ποδιάς της,
κι' οπού μ' ακριβοπότιζε 'ς τη χούφτα του χεριού της.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου με δυο με τρία μαντήλια,
και σφίξε τη μεσούλα σου με δυο με τρία ζουνάρια,
να μη σε φάη η βουή και ντραλιστής και πέσης.
Και μη σε πάρη κουρτεσιά και βάλης φτερνιστήρι,
και θυμηθώ τη νιότη μου και κάμω σαν πουλάρι,
και σπείρω τα μυαλούδια σου 'ς εννιά μοδιώ χωράφι."

Στρώνει γοργά το μαύρο του, γοργά καβαλλικεύει.
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει.
"Θέ μου να βρω τον κύρη μου 'ς ταμπέλι να κλαδεύη."
Σα χριστιανός που τόλεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κι' απάντησε τον κύρη του, που κλάδευε 'ς ταμπέλι.
"Καλώς τα κάνεις, γέροντα, το τίνος είν' ταμπέλι;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου.
Σήμερα της καλίτσας του της δίνουν άλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Παρακαλώ σε, γέροντα, αλήθεια να με δώσης,
τάχα θα φτάσω 'ς τη χαρά, θα φτάσω και 'ς το γάμο;
-Αν έχης μαύρο γλήγορο 'ς σπίτι τους προφτάνεις,
κι' αν είν' οκνός ο μαύρος σου 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις."
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει.
"Θε μου να βρω τη μάννα μου 'ς τον κήπο να ποτίζη!"
Σα χριστιανός που τόλεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κ'ευρήκε τη μαννούλα του που πότιζε τον κήπο.
"Ώρα καλή, γερόντισσα, το τίνος ειν' ό κήπος;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρη νάλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Πες μου να ζης, γερόντισσα, φτάνω κ' εγώ 'ς το γάμο;
-Αν εχης μαύρο γλήγορο, 'ς το σπίτι τους προφτάνεις,
κι' αν ειν' οκνός ο μαύρος σου, 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις."

Δίνει του μαύρου του βιτσιά 'ς τη χώρα κατεβαίνει.
Εκεί σιμά, εκεί κοντά 'ς το σπίτι του να φτάση,
ο μαύρος του χλιμίντρισε κ' η κόρη αναστενάζει.
"Τι έχεις, κόρη μ', και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις,
τα ρούχα σου δεν είν' καλά, ή τα φλωριά σου λίγα;
-Φωτιά να κάψ' τα ρούχα σου και λάβρα τα φλωριά σου,
τι ο μαύρος που χλιμίντρισε σαν του καλού μου μοιάζει.
-Αν ειν' ο πρώτος άντρας σου να βγω να τον σκοτώσω.
-Δεν ειν' ο πρώτος άντρας μου να βγής να τον σκότωσης,
μόν' είν' ο πρώτος μου αδερφός, μου φέρνει τα προικιά μου.
-Αν είν' ο πρώτος σου αδερφός, έβγα να τον κέρασης."
Χρυσό ποτήρι νάρπαξε να βγή να τον κεράση.
"Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβά μου πέρνα, κόρη."
Το μαύρο του χαμήλωσε κ' η κόρη απάνω ευρέθη.
Βγάλλει και το χρυσό σπαθί και ταργυρό μαχαίρι,
δίνει του μαύρου του βιτσιά κ' επήρε χίλια μίλλια,
μηδέ το μαύρον είδανε, μήτε τον κορνιαχτό του.
Οπού είχε μαύρο γλήγορο νείδε τον κορνιαχτό του,
κι' οπού είχε μαύρο κ' είν' οκνός, μηδέ τον κορνιαχτό του.



Χήρας υγιός λατρεύει τριά καλά άλογα,
το Γρίβα και το Μαύρη και τον Πέπανο,
το Γρίβα για καβάλλα και για λεβεντιά,
τον Πέπανο για μάτια και ξανθά μαλλιά,
το Μαύρη για σεφέρι και για πόλεμο.

Μα πήγε 'ς το σεφέρι κ' ήρθεν αδειανό,
και ο Γρίβας το μαλώνει και ο Πέπανος.
"Βρε πού είναι, μωρέ Μαύρη, πού είναι ο αφέντης μας,
πού πήγες 'ς το σεφέρι κ' ήρθες αδειανός;
-Αφήστε να σας είπω τα τραγούδια μου
και το μεγάλο πόνο της καρδούλας μου.
Ωσάν επολεμούμε 'ς το ρημόκαστρο,
έκαμα να περάσω πο τον πόταμο,
κοπήκανε οι σέλλαις και οι σκαλωσιαίς,
και πήρε τον αφέντη κ' ήρθα ναδειανό."

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1)      Σε ποιο γεγονός αναφέρεται τοτραγούδι και σε ποια κατηγορία εντάσσεται ανάλογα με το θέμα του;
2)      Ποια στοιχεία μορφικά συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού του ως παραδοσιακού ποιήματος;
3)      Στις τεχνικές του δημοτικού τραγουδιού συγκαταλέγονται το στοιχείο της  δραματικότητας και της υπερβολής. Τα ανιχνεύετε στο ποίημα;



ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ
(1804)

[Ότε ο Αλή πασάς διωρίσθη αρχιστράτηγος της Ρούμελης ("Ρούμελη βαλεσή) διέβη περί τα τέλη του θέρους του 1804 εξ Ιωαννίνων εις Μακεδονίαν, άγων στρατιάν πεντακισχιλίων Αλβανών ήτις καθ' όσον επροχώρει εξωγκούτο. Κατεδίωξε δε πάντας τους ανυποτάκτους Αλβανούς και Τούρκους ληστάς και αντάρτας, καθυποτάσσων ή αποκτείνων αυτούς. Τότε κατεδιώχθησαν απηνώς και οι Έλληνες κλέφται, τα δ' επόμενα άσματα αναφέρονται εις την καταδίωξιν εκείνην.]

Α'

Τούτο το καλοκαίρι και την άνοιξη
άσπρα χαρτιά μας γράφουν, μαύρα γράμματα.
"Όσοι κι' αν είστε κλέφταις 'ς τα ψηλά βουνά,
όλοι να κατεβήτε απ' τον Όλυμπο,
να προσκυνήσετ' όλοι τον Αλή πασά."
Δυο παλληκάρια μόνο δεν προσκύνησαν.
Επήραν τα τουφέκια, τα λαμπρά σπαθιά,
και 'ς τα βουνά ανεβαίνουν, τρέχουν 'ς την κλεφτιά.
Β'
Οι κλέφταις επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες,
κι’ άλλοι φυλάγουν πρόβατα κι' άλλοι βοσκούνε γίδια,
κ' ένα μικρό κλεφτόπουλο δε θέ να προσκύνηση.
Το πλάγι πλάγι πήγαινε, τον ταμπουρά λαλούσε.
"Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,
δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες,
μόν' καρτερώ την άνοιξη, να ρθούν τα χελιδόνια,
να βγουν οι βλάχαις 'ς τα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλαις."
Γ’
Θέλω να πάρω ανήφορο, να πάρω ανηφοράκι,
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
να γείρω ν'άποκοιμηθώ, γλυκόν ύπνο να πάρω.
Μαϊδέ έγειρα, ιδέ επλάγιασα, μαϊδέ τον ύπνο πήρα,
κι’ ακώ τα πεύκα να βογγούν και τοις οξυαίς να τρίζουν,
κι' ακώ μιας πέρδικας λαλιά, μιας αηδονολαλούσας,
και το λεγε λυπητερά σα μαύρο μοιρολόγι.
"Το τι έχεις, περδικούλα μου, και κλαις κι' αναστενάζεις;
μην είν' ταυγά σου μελανά και τα πουλιά σου μαύρα;
-Δεν είν' ταυγά μου μελανά και τα πουλιά μου μαύρα,
μον' κλαίω για την κλεφτουριά, για τους καπεταναίους,
που τους χαλάει ο Αλή πασάς 'ς τα Γιάννενα, 'ς τη λίμνη."


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1)      Σε ποιο γεγονός αναφέρεται το τραγούδι και σε ποια κατηγορία εντάσσεται ανάλογα με το θέμα του;
2)      Ποια στοιχεία μορφικά συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού του ως παραδοσιακού ποιήματος;
3)      Στις τεχνικές του δημοτικού τραγουδιού συγκαταλέγονται το στοιχείο της υπερβολής και του αδυνάτου και της δραματικότητας. Τα ανιχνεύετε στο ποίημα;




Η ΜΑΓΙΣΣΑ

[Το τραγούδι της μάγισσας είναι αλληγορικόν. Μόνον ανεξήγητος δύναμις, εξ υπερφυσικής ενεργείας προερχομένη, είναι ικανή να κρατήση τον ξενιτευμένον επϊ πολύν χρόνον μακράν του τόπου του και να διάρρηξη τους ισχυρούς δεσμούς της στοργής προς την οικογένειάν του. Και παρίσταται ούτος ματαίως αγωνιζόμενος να υπερνίκηση τα παρεμβαλλόμενα εις την εκπλήρωσιν του πόθου της επανόδου εμπόδια και υφιστάμενος μετά δυσφορίας την επήρειαν της δυνάμεως εκείνης. Αι γοητείαι, τας οποίας ευρίσκει εις την ξενιτειάν, τον δεσμεύουν εις αυτήν, Αλλ' όμως είναι ανίσχυροι να εμβάλουν εις αυτόν την λήθην προσφιλών υπάρξεων, και η διάνοιά του είναι πάντοτε προς ταύτας εστραμμένη. Ούτω και τον ομηρικόν Οδυσσέα, κατέχουσα εις την νήσον της έθελγεν η νύμφη Καλυψώ "μαλακοίσι και αιμυλίοισι λόγοισιν όπως Ιθάκης επιλήσεται", ενώ εκείνος επόθει "και καπνόν αποθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης."

Αλλ' όταν μετά μακροχρόνιον εγκατάλειψιν επανέλθη ο ξενιτευμένος εις τους κόλπους της οικογενείας του, το τραγούδι διασκευάζεται άλλως. Μία παραγγελία, εις τρυφερός λόγος της έγκαταλελειμμένης καλής του, φθάνει εις τας ακοάς αυτοϋ, και έχει την δύναμιν να διαλύση τα μάγια και να τον επαναφέρη εις την πατρίδα.]

Μαύρα μου χελιδόνια απ' την έρημο,
κι' άσπρα μου περιστέρια της ακρογιαλιάς,
αυτού ψηλά που πάτε κατ' τον τόπο μου,
μηλιά χω 'ς την αυλή μου και κονέψετε,
και πητε της καλής μου, της γυναίκας μου:
Θέλει καλόγρια ας γίνη, θέλει ας παντρευτή,
θέλει τα ρούχα ας βάψη, μαύρα να ντυθή,
να μη με παντυχαίνη, μη με καρτερή.
Τι εμένα με παντρέψαν δω 'ς την Αρμενιά,

και πήρα Αρμενοπούλα, μάγισσας παιδί,
οπού μαγεύει τάστρη και τον ουρανό,
μαγεύει τα πουλάκια και δεν απετούν,
μαγεύει τα ποτάμια και δεν τρέχουνε,
τη θάλασσα μαγεύει και δεν κυματεί,
μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν,
μαγεύει με κ' εμενα και δεν έρχομαι.
Όντας κινάω για νά ρθω, χιόνια και βροχαίς,
κι' όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.
Σελλώνω τάλογό μου, ξεσελλώνεται,
ζώνομαι το σπαθί μου και ξεζώνεται,
πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1)      Σε ποιο γεγονός αναφέρεται τοτραγούδι και σε ποια κατηγορία εντάσσεται ανάλογα με το θέμα του; 
2)      Ποια στοιχεία μορφικά συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού του ως παραδοσιακού ποιήματος;3)      Στις τεχνικές του δημοτικού τραγουδιού συγκαταλέγονται το στοιχείο της δραματικότητας και τα εξωλογικά στοιχεία. Τα ανιχνεύετε στο ποίημα;



ΤΟΥ ΚΥΡ ΒΟΡΙΑ

[Το τραγούδι του κυρ Βοριά είναι κατ' αλήθειαν μοιρολόγι και δια τούτο πολλάκις λέγεται εις τα μνημόσυνα ναυαγησάντων ναυτικών. Φέρονται τρεις τύποι αυτού. Κατά τον πρώτον, ο Βοριάς βυθίζει πλοίον αψηφίσαν την ορμήν αυτού. Κατά τον δεύτερον, βυθίζει πλοίον, του οποίου επέβαινεν Εβραίος ευχηθείς να γίνη χριστιανός, αλλά μετανοήσας και εμμείνας εις την θρησκείαν του, ότε ενόμισεν ότι απέφυγε τον κίνδυνον του ναυαγίου. Και κατά τον τρίτον, επιχωριάζοντα εν Κρήτη και Καρπάθω, τιμωρείται υπό του Βοριά βοσκός περιφρονήσας αυτόν.]

Ο κυρ Βοριάς παράγγειλε νούλω των καραβιώνε.
"Καράβια π' αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε,
εμπάτε 'ς τα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξω,
ν' ασπρίσω κάμπους και βουνά, να κρυώσω κρυαίς βρυσούλαις,
κ' οσά βρω μεσοπέλαγος, στεργιάς θε να τα ρήξω.
" Κι' όσα καράβια τ' άκουσαν, όλα λιμάνι πιάνουν,
του κυρ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει.
"Δε σε φοβούμαι, κυρ Βοριά, φυσήσης δε φυσήσης,
τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρι,
έχω κι' αντέναις προύτζιναις κι' ατσάλενα κατάρτια,
έχω παννιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι,
έχω και καραβόσκοινα από ξανθής μαλλάκια,
κ' έχω και ναύτες διαλεχτούς, όλο άντρες του πολέμου,
κ' έχω κ' ένα ναυτόπουλο, που τους καιρούς γνωρίζει,
κ' εκεί που στήσω μια φορά την πλώρη δε γυρίζω."

"Ανέβα, βρε ναυτόπουλο, 'ς το μεσιανό κατάρτι,
για να διαλέξης τον καιρό, να ιδής για τον αέρα."
Παιζογελώντας ανέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
"Το τι είδες, βρε ναυτόπουλο, αυτού ψηλά που πήγες;
-Είδα τον ουρανό θολό και τάστρα ματωμένα,
είδα τη μπόρα που άστραψε και το φεγγάρι εχάθη,
και 'ς της Αττάλειας τα βουνά αστραχαλάζι πέφτει."
Ώστε να ειπή, να καλοειπή, να καλοκουβεντιάση,
βαρειά φουρτούνα πλάκωσε και το τιμόνι τρίζει,
ασπρογυαλίζει η θάλασσα, σιουρίζουν τα κατάρτια,
σκώνονται κύματα βουνά, χορεύει το καράβι,
σπηλιάδα τού ρθε από τη μια, σπηλιάδα από την άλλη,
σπηλιάδα από τα πλάγια του κ' εξεσανίδωσέ το.
Γιόμισε η θάλασσα παννιά, το κύμα παλληκάρια,
και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλλια πάγει.

Όλαις οι μάνναις κλαίγανε κι' όλαις παρηγορειούνται,
μα μια μαννούλα ενού παιδιού παρηγοριά δεν έχει.
Βάνει τοις πέτραις 'ς την ποδιά, τα τρόχαλα 'ς τον κόρφο,
πετροβολάει τη θάλασσα και τροχαλάει το κύμα.
"Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
πόπνιξες το παιδάκι μου, π' άλλο παιδί δεν έχω.
-Δε φταίω η δόλια θάλασσα, δε φταίω εγώ το κύμα,
μόν φταίει ο πρωτομάστορας που φτειάνει τα καράβια,
και τα πελέκαγε φτενά και τα γυρίζει ο αέρας,
και χάνω τα καράβια μου που είναι δικά μ' στολίδια,
χάνω τα παλληκάρια μου, οπού με τραγουδούνε."

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1)      Σε ποιο γεγονός αναφέρεται το τραγούδι και σε ποια κατηγορία εντάσσεται ανάλογα με το θέμα του; 
2)      Ποια στοιχεία μορφικά συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού του ως παραδοσιακού ποιήματος;
3)      Στις τεχνικές του δημοτικού τραγουδιού συγκαταλέγονται το στοιχείο της υπερβολής και του αδυνάτου και ο παμψυχισμός. Τα ανιχνεύετε στο ποίημα;

ΠΑΙΝΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΤΙΚΗΣ

Απ' όλα τάστρα τουρανοϋ ένα είναι που σου μοιάζει,
ένα που βγαίνει το πουρνό, όταν γλυκοχαράζει.

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει,
που στέκεις πάντας δροσερό κι' ανθείς και λουλουδίζεις;

Μα συ σαι μια βασίλισσα, π' όλον τον κόσμο ορίζεις,
σα θέλης παίρνεις τη ζωή, σα θέλης τη χαρίζεις.

Όντε σ' εγέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβη
και σού δωκε την ομορφιά και πάλι μετανέβη.

Ποιος ήλιος λαμπερότατος σού δωκε την ανθάδα,
και ποια μηλιά, γλυκομηλιά, τη ροδοκοκκινάδα;

Σαν τι το θέλει η μάννα σου τη νύχτα το λυχνάρι,
οπόχει μέσ' 'ς το σπίτι της τ' Αυγούστου το φεγγάρι.

ΠΩΣ ΠΙΑΝΕΤΑΙ ΓΗ ΑΓΑΠΗ

Εβγάτε αγόρια 'ς το χορό, κοράσια 'ς τα τραγούδια,
πέστε και τραγουδήσετε πώς πιάνεται γη αγάπη.
Από τα μάτια πιάνεται, 'ς τα χείλια κατεβαίνει,
κι' από τα χείλια 'ς την καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει.




Το παλληκάρι το καλό παράκαιρα γεράζει,
γεράζει από τοις όμορφαις κι' από τοις μαυρομάταις.
Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη,
θέλει λαγού περπατησιά, αϊτού γληγοροσύνη.
Όντας διαβαίνη με πολλούς, να κάνη πως δε γλέπει,
κι' όντας διαβαίνη μοναχός, γλυκό φιλί ν' αρπάζη.
Κι' όταν του λεν πώς πόρεψες, να λέη της αγάπης.
"Καλοπερνώ όντας έρχωμαι, κακοπερνώ όντας φεύγω.
   


               
ΟΤΑΝ ΦΘΑΝΟΥΝ ΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΒΡΟΥ

Νύφη μου, ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι,
το ταίρι σού ναι ζηλευτό κι' όμορφο παλληκάρι.

'Σ το σπίτι το πεθερικό, 'ς τη γειτονιά οπού ρθες,
σαν κυπαρίσσι να σταθής, σαν πρίνος να ρίζωσης,
και σα μηλιά γλυκομηλιά ν' ανθήσης, να καρπίσης,
υγιούς εννιά ν' αξιωθής και μια γλυκομηλίτσα.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

 1) Σε ποιο γεγονός αναφέρονται  τα τραγούδια και σε ποια κατηγορία εντάσσονται ανάλογα με το θέμα τους;
2)  Ποια στοιχεία μορφικά συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού τους ως παραδοσιακά  ποιήματα;
3)  Στις τεχνικές του δημοτικού τραγουδιού συγκαταλέγονται το στοιχείο της υπερβολής και του αδυνάτου το στοιχείο της απλής, ζωντανής και παραστατικής γλώσσας. Τα ανιχνεύετε στα ποίηματα;


[Το νανάρισμα τούτο δεικνύουν ότι είναι παλαιόν αι εν αυτώ αναμνήσεις της βυζαντινής τέχνης•τα ποικίλματα του σκεπάσματος και τα μαργαριτοκόσμητα κόκκινα τσαγγία κατασκευάζονται εις την Πόλην, αλλ'εϊς την Πόλην των Ελλήνων αυτοκρατόρων και όχι την τουρκοκρατουμένην Κωνσταντινούπολιν.]


Κοιμήσου αστρί, κοιμήσου αυγή, κοιμήσου νιο φεγγάρι,
κοιμήσου, που να σε χάρη ο νιος που θα σε πάρη.
Κοιμήσου, που παράγγειλα 'ς την Πόλη τα χρυσά σου,
'ς τη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου.
Κοιμήσου, που σου ράβουνε το πάπλωμα 'ς την Πόλη,
και σου το τελειώνουνε σαρανταδυό μαστόροι,
'ς τη μέση βάνουν τον αετό, 'ς την άκρη το παγόνι.
Νάνι του ρήγα το παιδί, του βασιλιά ταγγόνι.
Κοιμήσου και παράγγειλα παπούτσια 'ς τον τσαγγάρη,
να σου τα κάνη κόκκινα με το μαργαριτάρι.
Κοιμήσου μέσ' 'ς την κούνια σου και 'ς τα παχιά παννιά σου,
η Παναγιά η δέσποινα να είναι συντροφιά σου.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1) Σε ποιο γεγονός αναφέρεται  το τραγούδι και σε ποια κατηγορία εντάσσεται ανάλογα με το θέμα του;
2) Ποια στοιχεία μορφικά συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού του ως παραδοσιακού ποιήματος;
3) Στις τεχνικές του δημοτικού τραγουδιού συγκαταλέγονται το στοιχείο της υπερβολής και του αδυνάτου το στοιχείο της απλής, ζωντανής και παραστατικής γλώσσας. Τα ανιχνεύετε στο ποίημα;


ΕΙΣ ΑΓΟΥΡΟΝ
Για ιδές καιρό που διάλεξες, Χάρε μου, να τον πάρης,
'ς τα έβγα του καλοκαιριού, 'ς τα έμπα του χειμώνα,
να πάρης τάνθη οχ τα βουνά, λελούδια από τους κάμπους,
να πάρης τον αμάραντο, να τον μαράν' ή πλάκα.



Δεν είναι κρίμα κι' άδικο, παραλογιά μεγάλη,
να στέκουν τα παλιόδεντρα και τα σαρακιασμένα,
να πέφτουνε τα νιόδεντρα με τάνθη φορτωμένα;



Ήλιε μου, πώς εβιάστηκες να πας να βασίλεψης,
ν' αφήσης το σπιτάκι σου κι' αλλού να πας να φέξης;



Δε σόμοιαζε, λεβέντη μου, 'ς τη μαύρη γης για νά μπης,
μόν' σόμοιαζε να κάθεσαι 'ς ένά μορφο τραπέζι,
να τραγουδάς να χαίρεσαι, να σε κερνούν να πίνης.
Άγουρ', άγουρε δροσερέ κρουσταλλοβραχιονάτε,
χρυσά ήταν τα καλίγια σου κι' αργυρά τα σφυριά σου,
και το σφυρί που σφύριζε με το μαργαριτάρι.
Νύχτα σελλώνει τάλογο, νύχτα το καλιγώνει,
νύχτα περνάει το 'Ρουφιά, το φοβερό ποτάμι.
Πάει να πάρη το φιλί πρου βρέξη, πρου χιονίση.

Δε σόπρεπε, δε σόμοιαζε 'ς τη γη κρεβατοστρώση,
μόν' σόπρεπε, μόν' σόμοιαζε 'ς του Μάη το περιβόλι,
ανάμεσα σε δυο μηλιαίς, σε τρεις νεραντζοπούλαις,
να πέφτουν τ' άνθ' απάνου σου, τα μήλα 'ς την ποδιά σου,
τα κρεμεζογαρούφαλα τριγύρω 'ς το λαιμό σου.

Το νιο που συνεβγαίνουμε τι έχουμε να του πούμε;
πού το ψηλός σαν άγγελος, λιγνός σαν κυπαρίσσι,
πού χε το Μάη 'ς τοϊς πλάταις του, την άνοιξη 'ς τα στήθη,
τάστρα και τον αυγερινό 'ς τα μάτια και 'ς τα φρύδια,
πού τον 'ς τους κάμπους το βιολί, 'ς την εκκλησιά καντήλι,
ήτανε και 'ς το σπίτι του καράβι αρματωμένο.
Και το βιολί τσακίστηκε, και το καντήλι εσβήστη,
και το καράβι τόμορφο κ' εκείνο απικουπίστη.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1) Σε ποιο γεγονός αναφέρεται το τραγούδι και σε ποια κατηγορία εντάσσεται ανάλογα με το θέμα του;
2) Ποια στοιχεία μορφικά συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού του ως παραδοσιακού ποιήματος;
3)  Στις τεχνικές του δημοτικού τραγουδιού συγκαταλέγονται το στοιχείο της υπερβολής και του αδυνάτου το στοιχείο της απλής, ζωντανής και παραστατικής γλώσσας και του παμψυχισμού. Τα ανιχνεύετε στο ποίημα;

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 - 1911)


«Εγεννήθην εν Σκιάθω την 4ην Μαρτίου του 1851. Εβγήκα από το ελληνικόν σχολείον εις τα 1863 αλλά μόνον το 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος όπου ήκουσα την α΄ και την β΄ τάξιν. Την γ΄ τάξιν εμαθήτευσα εις Πειραιά. Είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 επήγα εις το Άγιον Όρος όπου έμεινα ολίγους μήνας. Το 1873 ήλθα εις Αθήνας και φοίτησα εις την δ΄ του Βαρβακείου. Το 1874 ενεγράφην εις την φιλοσοφικήν σχολήν όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Το 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Το 1879 εδημοσιέυθη η «Μετανάστις» έργον μου εις τον «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως. Το 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν Σωτήρα. Το 1882 εδημοσιεύθη «οι Έμποροι των Εθνών» εις το «Μη Χάνεσαι» αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.»

(βιογραφικό σημείωμα από τον Α. Παπαδιαμάντη)




ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ (από το Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκης, 2007σ. 1699-1702)

Η πεζογραφική του παραγωγή διακρίνεται ειδολογικά σε δύο βασικές κατηγορίες:

Α) συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων («Η μετανάστις» (1879-1880), «Οι έμποροι των εθνών» (1882-1883), «Η γυφτοπούλα» (1884), «Χρήστος Μηλιόνης» (διήγημα του 1885)

Β) συγγραφή ηθογραφικών διηγημάτων. Χαρακτηριστικά διηγημάτων:

*      Σύγχρονα θέματα με αναφορές σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.

*      Συχνή παρουσία αυτοβιογραφικών στοιχείων.

*      Ανάλογα με τον τόπο δράσης χωρίζονται σε «σκιαθίτικα» και αθηναϊκά» διηγήματα.

*      Απλοί και λαϊκοί χαρακτήρες του χωριού και της πόλης αντίστοιχα και περιστατικά της καθημερινής και ταπεινής ζωής του.

*      Λεπτομερείς περιγραφές που αποδίδουν το σκηνικό πλαίσιο των διηγημάτων του Π. (δραματικό χαρακτηριστικό)

*      Αντίθεση μεταξύ παιδικότητας και ωριμότητας, ευτυχίας και δυστυχίας, άγνοιας και γνώσης, πίστης και ορθολογισμού, ζωής και θανάτου

*      Γλώσσα: περιλαμβάνει στοιχεία μιας αυστηρής καθαρεύουσας, δημοτικής, σκιαθίτικου ιδιώματος και εκκλησιαστικών δανείων.

*      Έντονο είναι και το χριστιανικό στοιχείο

*      Στοιχεία κοινωνικής κριτικής και έντονου κοινωνικού προβληματισμού.

*      Ερωτικό στοιχείο

*      Στις αδυναμίες του έργου του συγκαταλέγεται η έλλειψη οργανωμένου σχεδίου και συνοχής στην ανάπτυξη των ιστοριών του


Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012




 

Ἡ Νοσταλγὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα διηγήματα τοῦ σκιαθίτη συγγραφέα. Ἥρωες τοῦ διηγήματος εἶναι ὁ Μαθιός, ἕνας νέος 18 ἐτῶν καὶ ἡ Λιαλιὼ μιὰ εἰκοσιπεντάχρονη κοπέλα ποὺ ἦταν παντρεμένη μὲ ἕναν πολὺ μεγαλύτερό της ἄνδρα, τὸν μπάρμπα - Μοναρχάκη. Ὁ Μαθιὸς εἶναι κρυφὰ ἐρωτευμένος μὲ τὴ Λιαλιὼ καὶ κάποιο βράδυ ἡ κοπέλα τοῦ προτείνει νὰ κάνουν ἕνα περίπατο. Περπατώντας κοντὰ στὸ γιαλὸ ἡ Λιαλιὼ ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία νὰ μπεῖ σὲ μιὰ βάρκα καὶ νὰ φύγει μακριά, πρὸς τὸν τόπο καταγωγῆς της. Ὁ Μαθιὸς τῆς προτείνει νὰ πάρουν μιὰ βάρκα καὶ νὰ φύγουν μαζί. Ἡ Λιαλιὼ νοσταλγεῖ τὸν τόπο της καὶ δὲν ἀντέχει νὰ ζεῖ πλέον μακριὰ ἀπὸ τοὺς δικούς της. Ὁ Μαθιὸς ντροπαλὸς καὶ ἱπποτικὸς ταυτόχρονα δὲν τολμᾶ νὰ ἐκφράσει τὸν ἔρωτά του γιὰ τὴν κοπέλα καὶ ρωτᾶ νὰ μάθει περισσότερα γι᾿ αὐτήν. Ὅμως καθὼς ξεμακραίνουν μὲ τὴν κλεμμένη βάρκα, γίνεται αἰσθητὴ ἡ ἀπουσία τῆς Λιαλιῶς. Ὁ μπάρμπα - Μοναρχάκης μαζὶ μὲ ἄλλους ἄνδρες παίρνουν μιὰ μεγάλη βάρκα (μιὰ σκαμπαβία) καὶ ἀρχίζουν νὰ καταδιώκουν τοὺς δύο «δραπέτες». Τελικὰ οἱ διῶκτες προλαβαίνουν τοὺς δύο νέους στὴν παραλία τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ἡ Λιαλιὼ ἐπιστρέφει στὸ σύζυγό της λέγοντας στὸν Μαθιό, ὅτι ἂν ἦταν λίγο μεγαλύτερος στὴν ἡλικία καὶ πέθαινε ὁ σύζυγός της θὰ τὸν ἔπαιρνε ἄντρα. Ὁ Παπαδιαμάντης σὲ αὐτὸ τὸ διήγημα μᾶς περιγράφει ἕνα εἰδύλλιο μεταξύ των δύο νέων, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐκ τῶν προτέρων καταδικασμένο σὲ ἀποτυχία. Ἡ νοσταλγία τῆς Λιαλιῶς γιὰ τὴν πατρίδα της καὶ ὁ κρυφὸς ἔρωτας τοῦ Μαθιοῦ περιγράφονται παραστατικὰ καὶ τὸ διήγημα εἶναι γεμάτο ἀπὸ λυρικὲς περιγραφὲς τοῦ νυχτερινοῦ τοπίου. Ἡ γλώσσα τοῦ διηγήματος εἶναι ἡ λόγια γλώσσα ποὺ χαρακτηρίζει τὴ πεζογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅμως οἱ διάλογοι εἶναι ζωντανοὶ καὶ διατυπώνονται στὴ λαϊκὴ γλώσσα τοῦ νησιοῦ του, διανθισμένοι μὲ ἀρκετὰ ἰδιωματικὰ στοιχεῖα.