Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Παπαδιαμάντης


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 131-137
ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙ
Τάχα δὲν ἦτον οἰκοκυρὰ κι αὐτὴ στὸ σπίτι της καὶ στὴν αὐλήν της; Τάχα δὲν ἦτο κι αὐτή, ἕναν καιρόν, νέα μὲ ἀνατροφήν; Εἶχε μάθει γράμματα εἰς τὰ σχολεῖα. Εἶχε πάρει τὸ δίπλωμά της ἀπὸ τὸ Ἀρσάκειον.
Κ᾽ ἐτήρει ὅλα τὰ χρέη της τὰ κοινωνικά, καὶ μετήρχετο τὰ οἰκιακὰ ἔργα της, καλύτερ᾽ ἀπὸ καθεμίαν. Εἶχε δὲ μεγάλην καθαριότητα εἰς τὸ σπίτι της, κ᾽ εἰς τὰ κατώφλιά της, πρόθυμη ν᾽ ἀσπρίζῃ καὶ νὰ σφουγγαρίζῃ χωρὶς ποτὲ νὰ βαρύνεται, καὶ χωρὶς νὰ δεικνύῃ τὴν παραξενιὰν ἐκείνην, ἥτις εἶναι συνήθης εἰς ὅλας τὰς γυναῖκας τὰς ἀγαπώσας μέχρις ὑπερβολῆς τὴν καθαριότητα. Καὶ ὅταν ἔμβαινεν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, ἐδιπλασίαζε τ᾽ ἀσπρίσματα καὶ τὰ πλυσίματα, τόσον ὁποὺ ἔκαμνε τὸ πάτωμα ν᾽ ἀστράφτῃ, καὶ τὸν τοῖχον νὰ ζηλεύῃ τὸ πάτωμα.
Ἤρχετο ἡ Μεγάλη Πέμπτη καὶ αὐτὴ ἄναφτε τὴν φωτιάν της, ἔστηνε τὴν χύτραν της, κ᾽ ἔβαπτε κατακκόκινα τὰ πασχαλινὰ αὐγά. Ὕστερον ἡτοίμαζε τὴν λεκάνην της, ἐγονάτιζεν, ἐσταύρωνε τρεῖς φορὲς τ᾽ ἀλεύρι, κ᾽ ἐζύμωνε καθαρὰ καὶ τεχνικὰ τὶς κουλοῦρες, κ᾽ ἐνέπηγε σταυροειδῶς ἐπάνω τὰ κόκκινα αὐγά.
Καὶ τὸ βράδυ, ὅταν ἐνύχτωνε, δὲν ἐτόλμα νὰ πάγῃ ν᾽ ἀνακατωθῇ μὲ τὰς ἄλλας γυναῖκας διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια. Ἤθελε νὰ ἦτον τρόπος νὰ κρυβῇ ὀπίσω ἀπὸ τὰ νῶτα καμμιᾶς ὑψηλῆς καὶ χονδρῆς, ἢ εἰς τὴν ἄκραν οὐρὰν ὅλου τοῦ στίφους τῶν γυναικῶν, κολλητὰ μὲ τὸν τοῖχον, ἀλλ᾽ ἐφοβεῖτο μήπως γυρίσουν καὶ τὴν κοιτάξουν.
Τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν ὅλην τὴν ἡμέραν ἐρρέμβαζε κ᾽ ἔκλαιε μέσα της, κ᾽ ἐμοιρολογοῦσε τὰ νιᾶτά της, καὶ τὰ φίλτατά της ὅσα εἶχε χάσει, καὶ ὠνειρεύετο ξυπνητή, κ᾽ ἐμελετοῦσε νὰ πάγῃ κι αὐτὴ τὸ βράδυ πρὶν ἀρχίσῃ ἡ Ἀκολουθία ν᾽ ἀσπασθῇ κλεφτὰ-κλεφτὰ τὸν Ἐπιτάφιον, καὶ νὰ φύγῃ, καθὼς ἡ Αἱμόρρους ἐκείνη, ἡ κλέψασα τὴν ἴασίν της ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὅταν ἤρχιζε νὰ σκοτεινιάζῃ, τῆς ἔλειπε τὸ θάρρος, καὶ δὲν ἀπεφάσιζε νὰ ὑπάγῃ. Τῆς ἤρχετο παλμός.
Ἀργὰ τὴν νύκτα, ὅταν ἡ ἱερὰ πομπὴ μετὰ σταυρῶν καὶ λαβάρων καὶ κηρίων ἐξήρχετο τοῦ ναοῦ, ἐν μέσῳ ψαλμῶν καὶ μολπῶν καὶ φθόγγων ἐναλλὰξ τῆς μουσικῆς τῶν ὀρφανῶν Χατζηκώστα, καὶ θόρυβος καὶ πλῆθος καὶ κόσμος εἰς τὸ σκιόφως πολύς, τότε ὁ Γιαμπὴς ὁ ἐπίτροπος προέτρεχε νὰ φθάσῃ εἰς τὴν οἰκίαν του, διὰ νὰ φορέσῃ τὸν μεταξωτὸν κεντητόν του σκοῦφον, καὶ κρατῶν τὸ ἠλέκτρινον κομβολόγιόν του, νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὸν ἐξώστην, μὲ τὴν ματαιουμένην ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος ἐλπίδα ὅτι οἱ ἱερεῖς θ᾽ ἀπεφάσιζον νὰ κάμουν στάσιν καὶ ν᾽ ἀναπέμψουν δέησιν ὑπὸ τὸν ἐξώστην του· τότε καὶ ἡ πτωχὴ αὐτὴ ἡ Χριστίνα ἡ Δασκάλα (ὅπως τὴν ἔλεγαν ἕναν καιρὸν εἰς τὴν γειτονιάν) εἰς τὸ μικρὸν παράθυρον τῆς οἰκίας της μισοκρυμμένη ὄπισθεν τοῦ παραθυροφύλλου ἐκράτει τὴν λαμπαδίτσαν της μὲ τὸ φῶς ἴσα μὲ τὴν παλάμην της, κ᾽ ἔρριπτεν ἄφθονον μοσχολίβανον εἰς τὸ πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν τὸ μύρον εἰς Ἐκεῖνον, ὅστις ἐδέχθη ποτὲ τὰ ἀρώματα καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἁμαρτωλοῦ, καὶ μὴ τολμῶσα ἐγγύτερον νὰ προσέλθῃ καὶ ἀσπασθῇ τοὺς ἀχράντους καὶ ἡλοτρήτους καὶ αἱμοσταγεῖς πόδας Του.
*
* *
Καὶ τὴν Κυριακὴν τὸ πρωί, βαθιὰ μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἵστατο πάλιν μισοκρυμμένη εἰς τὸ παράθυρον, κρατοῦσα τὴν ἀνωφελῆ καὶ ἀλειτούργητην λαμπάδα της, καὶ ἤκουε τὰς φωνὰς τῆς χαρᾶς καὶ τοὺς κρότους, κ᾽ ἔβλεπε κ᾽ ἐζήλευε μακρόθεν ἐκείνας, ὁποὺ ἐπέστρεφαν τρέχουσαι φροὺ-φροὺ ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, φέρουσαι τὰς λαμπάδας των λειτουργημένας, ἀναμμένας ἕως τὸ σπίτι, εὐτυχεῖς, καὶ μέλλουσαι νὰ διατηρήσωσι δι᾽ ὅλον τὸν χρόνον τὸ ἅγιον φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ αὐτὴ ἔκλαιε κ᾽ ἐμοιρολογοῦσε τὴν φθαρεῖσαν νεότητά της.
*
* *
Μόνον τὸ ἀπόγευμα τῆς Λαμπρῆς, ὅταν ἐσήμαινον οἱ κώδωνες τῶν ναῶν διὰ τὴν Ἀγάπην, τὴν Δευτέραν Ἀνάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ἐτόλμα νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν οἰκίαν, ἀθορύβως καὶ ἐλαφρὰ πατοῦσα, τρέχουσα τὸν τοῖχον-τοῖχον, κολλῶσα ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον, μὲ σχῆμα καὶ μὲ τρόπον τοιοῦτον ὡς νὰ ἔμελλε νὰ εἰσέλθῃ διά τι θέλημα εἰς τὴν αὐλὴν καμμιᾶς γειτονίσσης. Καὶ ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον ἔφθανεν εἰς τὴν βόρειον πλευρὰν τοῦ ναοῦ, καὶ διὰ τῆς μικρᾶς πλαγινῆς θύρας, κρυφὰ καὶ κλεφτὰ ἔμβαινε μέσα.
Εἰς τὰς Ἀθήνας, ὡς γνωστόν, ἡ πρώτη Ἀνάστασις εἶναι γιὰ τὶς κυράδες, ἡ δευτέρα γιὰ τὶς δοῦλες. Ἡ Χριστίνα ἡ Δασκάλα ἐφοβεῖτο τὰς νύκτας νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, μήπως τὴν κοιτάξουν, καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τὴν ἡμέραν, νὰ μὴν τὴν ἰδοῦν. Διότι οἱ κυράδες τὴν ἐκοίταζαν, οἱ δοῦλες τὴν ἔβλεπαν ἁπλῶς. Εἰς τοῦτο δὲ ἀνεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δὲν ἤθελεν ἢ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἔρχεται εἰς ἐπαφὴν μὲ τὰς κυρίας, καὶ ὑπεβιβάζετο εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑπηρετριῶν. Αὐτὴ ἦτο ἡ τύχη της.
*
* *
Ὡραῖον καὶ πολὺ ζωντανόν, καὶ γραφικὸν καὶ παρδαλόν, ἦτο τὸ θέαμα. Οἱ πολυέλεοι ὁλόφωτοι ἀναμμένοι, αἱ ἅγιαι εἰκόνες στίλβουσαι, οἱ ψάλται ἀναμέλποντες τὰ Πασχάλια, οἱ παπάδες ἱστάμενοι μὲ τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὴν Ἀνάστασιν ἐπὶ τῶν στέρνων, τελοῦντες τὸν Ἀσπασμόν.
Οἱ δοῦλες μὲ τὰς κορδέλας των καὶ μὲ τὰς λευκὰς ποδιάς των, ἐμοίραζαν βλέμματα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, κ᾽ ἐφλυάρουν πρὸς ἀλλήλας, χωρὶς νὰ προσέχουν εἰς τὴν ἱερὰν ἀκολουθίαν. Οἱ παραμάννες ὡδήγουν ἀπὸ τὴν χεῖρα τριετῆ καὶ πενταετῆ παιδία καὶ κοράσια, τὰ ὁποῖα ἐκράτουν τὰς χρωματιστὰς λαμπάδας των, κ᾽ ἔκαιον τὰ χρυσόχαρτα μὲ τὰ ὁποῖα ἦσαν στολισμέναι, κ᾽ ἔπαιζαν κ᾽ ἐμάλωναν μεταξύ των, κ᾽ ἐζητοῦσαν νὰ καύσουν ὄπισθεν τὰ μαλλιὰ τοῦ πρὸ αὐτῶν ἱσταμένου παιδίου. Οἱ λοῦστροι ἔρριπτον πυροκρόταλα εἰς πολλὰ ἄγνωστα μέρη ἐντὸς τοῦ ναοῦ, καὶ κατετρόμαζον τὲς δοῦλες. Ὁ μοναδικὸς ἀστυφύλαξ τοὺς ἐκυνηγοῦσε, ἀλλ᾽ αὐτοὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν μίαν πλαγινὴν θύραν, κ᾽ εὐθὺς ἐπανήρχοντο διὰ τῆς ἄλλης. Οἱ ἐπίτροποι ἐγύριζον τοὺς δίσκους κ᾽ ἔρραινον μὲ ἀνθόνερον τὲς παραμάννες.
Δύο ἢ τρεῖς νεαραὶ μητέρες τῆς κατωτέρας τάξεως τοῦ λαοῦ, ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ παραμάννες, ἐκρατοῦσαν πεντάμηνα καὶ ἑπτάμηνα βρέφη εἰς τὰς ἀγκάλας. Τὰ μικρὰ ἤνοιγον τεθηπότα τοὺς γλυκεῖς ὀφθαλμούς των, βλέποντα ἀπλήστως τὸ φῶς τῶν λαμπάδων, τῶν πολυελέων καὶ μανουαλίων, τοὺς κύκλους καὶ τὰ νέφη τοῦ ἀνερχομένου καπνοῦ τοῦ θυμιάματος καὶ τὸ κόκκινον καὶ πράσινον φῶς τὸ διὰ τῶν ὑάλων τοῦ ναοῦ εἰσερχόμενον, τὸ ἀνεμίζον ράσον τοῦ ἐκκλησιάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα-ἔξω εἰς διάφορα θελήματα, τὰ γένεια τῶν παπάδων σειόμενα εἰς πᾶσαν κλίσιν τῆς κεφαλῆς, εἰς πᾶσαν κίνησιν τῶν χειλέων, διὰ νὰ ἐπαναλάβουν εἰς ὅλους τὸ Χριστὸς ἀνέστη· βλέποντα καὶ θαυμάζοντα ὅλα ὅσα ἔβλεπον, τὰ στίλβοντα κομβία καὶ τὰ στριμμένα μουστάκια τοῦ ἀστυφύλακος, τοὺς λευκοὺς κεφαλοδέσμους τῶν γυναικῶν, καὶ τοὺς στοίχους τῶν ἄλλων παιδίων, ὅσα ἦσαν ἀραδιασμένα ἐγγὺς καὶ πόρρω· παίζοντα μὲ τοὺς βοστρύχους τῆς κόμης τῶν βασταζουσῶν, καὶ ψελλίζοντα ἀνάρθρους ἀγγελικοὺς φθόγγους.
Δύο ὀκτάμηνα βρέφη εἰς τὰς ἀγκάλας δύο νεαρῶν μητέρων, αἵτινες ἵσταντο ὦμον μὲ ὦμον πλησίον μιᾶς κολώνας, μόλις εἶδαν τὸ ἓν τὸ ἄλλο, καὶ πάραυτα ἐγνωρίσθησαν καὶ συνῆψαν σχέσεις, καὶ τὸ ἕν, ὡραῖον καὶ καλὸν καὶ εὔθυμον, ἔτεινε τὴν μικρὰν ἁπαλὴν χεῖρά του πρὸς τὸ ἄλλο, καὶ τὸ εἷλκε πρὸς ἑαυτό, καὶ ἐψέλλιζεν ἀκαταλήπτους οὐρανίους φθόγγους.
*
* *
Ἀλλ᾽ ἡ φωνὴ τοῦ βρέφους ἦτο λιγεῖα, καὶ ἠκούσθη εὐκρινῶς ἐκεῖ γύρω, καὶ ὁ Γιαμπὴς ὁ ἐπίτροπος δὲν ἠγάπα ν᾽ ἀκούῃ θορύβους. Εἰς ὅλας τὰς νυκτερινὰς ἀκολουθίας τῶν Παθῶν πολλάκις εἶχε περιέλθει τὰς πυκνὰς τῶν γυναικῶν τάξεις διὰ νὰ ἐπιπλήξῃ πτωχήν τινα μητέρα τοῦ λαοῦ, διότι εἶχε κλαυθμυρίσει τὸ τεκνίον της. Ὁ ἴδιος ἔτρεξε καὶ τώρα νὰ ἐπιτιμήσῃ καὶ αὐτὴν τὴν πτωχὴν μητέρα διὰ τοὺς ἀκάκους ψελλισμοὺς τοῦ βρέφους της.
Τότε ἡ Χριστίνα ἡ Δασκάλα, ἥτις ἵστατο ὀλίγον παρέκει, ὀπίσω ἀπὸ τὸν τελευταῖον κίονα, κολλητὰ μὲ τὸν τοῖχον, σύρριζα εἰς τὴν γωνίαν, ἐσκέφθη ἀκουσίως της ―καὶ τὸ ἐσκέφθη ὄχι ὡς δασκάλα, ἀλλ᾽ ὡς ἀμαθὴς καὶ ἀνόητος γυνὴ ὁποὺ ἦτον― ὅτι, καθὼς αὐτὴ ἐνόμιζε, κανείς, ἂς εἶναι καὶ ἐπίτροπος ναοῦ, δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἐπιπλήξῃ πτωχὴν νεαρὰν μητέρα διὰ τοὺς κλαυθμυρισμοὺς τοῦ βρέφους της, καθὼς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὴν ἀποκλείσῃ τοῦ ναοῦ διότι ἔχει βρέφος θηλάζον. Καθημερινῶς δὲν μεταδίδουν τὴν θείαν κοινωνίαν εἰς νήπια κλαίοντα; Καὶ πρέπει νὰ τὰ ἀποκλείσουν τῆς θείας μεταλήψεως διότι κλαίουν; Ἕως πότε ὅλη ἡ αὐστηρότης τῶν «ἁρμοδίων» θὰ διεκδικῆται καὶ θὰ ξεθυμαίνῃ μόνον εἰς βάρος τῶν πτωχῶν καὶ τῶν ταπεινῶν;
Ἐκ τοῦ μικροῦ τούτου περιστατικοῦ, ἡ Χριστίνα ἔλαβεν ἀφορμὴν νὰ ἐνθυμηθῇ ὅτι πρὸ χρόνων, μίαν νύκτα, κατὰ τὴν ὕψωσιν τοῦ Σταυροῦ, ὅταν ἐπῆγε νὰ ἐκκλησιασθῇ εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου, παρὰ τὴν Πύλην τῆς Ἀγορᾶς, ἐνῷ ὁ ἀναγνώστης ἔλεγε τὸν Ἀπόστολον, ὅταν ἀπήγγειλε τὰς λέξεις «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός», αἴφνης, κατὰ θαυμασίαν σύμπτωσιν, ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην ἓν βρέφος ἤρχισε νὰ ψελλίζῃ μεγαλοφώνως, ἁμιλλώμενον πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ ἀναγνώστου. Καὶ ὁποίαν γλυκύτητα εἶχε τὸ παιδικὸν ἐκεῖνο κελάδημα! Τόσον ὡραῖον πρέπει νὰ ἦτο τὸ Ὡσαννὰ τὸ ὁποῖον ἔψαλλον τὸ πάλαι οἱ παῖδες τῶν Ἑβραίων πρὸς τὸν ἐρχόμενον Λυτρωτήν. «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον, ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου, τοῦ καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητήν.»
Τοιαῦτα ἀνελογίζετο ἡ Χριστίνα, σκεπτομένη ὅτι καμμία μήτηρ δὲν θὰ ἦτο τόσον ἀφιλότιμος ὥστε νὰ μὴ στενοχωρῆται, καὶ νὰ μὴ σπεύδῃ νὰ κατασιγάσῃ τὸ βρέφος της, καὶ νὰ μὴ παρακαλῇ ν᾽ ἀνοιχθῇ πλησίον της εἰς τὸν τοῖχον, διὰ θαύματος, θύρα, διὰ νὰ ἐξέλθῃ τὸ ταχύτερον. Περιτταὶ δὲ ἦσαν αἱ νουθεσίαι τοῦ ἐπιτρόπου, πρόσθετον προκαλοῦσαι θόρυβον, καὶ ἀφοῦ πρὸς βρέφος θηλάζον ὅλα τὰ συνήθη μέσα τῆς πειθοῦς εἶναι ἀνίσχυρα, μόνη δὲ ἡ μήτηρ εἶναι κάτοχος ἄλλων μέσων πειθοῦς, τὴν χρῆσιν τῶν ὁποίων περιττὸν νὰ ἔλθῃ τρίτος τις διὰ νὰ τῆς ὑπενθυμίσῃ. Κ᾽ ἔπειτα λέγουν ὅτι οἱ ἄνδρες ἔχουν περισσότερον μυαλὸ ἀπὸ τὰς γυναῖκας!
Οὕτω ἐφρόνει ἡ Χριστίνα. Ἀλλὰ τί νὰ εἴπῃ; Αὐτῆς δὲν τῆς ἔπεφτε λόγος. Αὐτὴ ἦτον ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα, ὅπως τὴν ἔλεγαν ἕναν καιρόν. Παιδία δὲν εἶχε διὰ νὰ φοβῆται τὰς ἐπιπλήξεις τοῦ ἐπιτρόπου. Τὰ παιδία της τὰ εἶχε θάψει, χωρὶς νὰ τὰ ἔχῃ γεννήσει. Καὶ ὁ ἀνὴρ τὸν ὁποῖον εἶχε δὲν ἦτο σύζυγός της.
Ἦσαν ἀνδρόγυνον χωρὶς στεφάνι.
*
* *
Χωρὶς στεφάνι! Ὁπόσα τοιαῦτα παραδείγματα!…
Ἀλλὰ δὲν πρόκειται νὰ κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ἐλλείψει ὅμως ἄλλης προνοίας, χριστιανικῆς καὶ ἠθικῆς, διὰ νὰ εἶναι τοὐλάχιστον συνεπεῖς πρὸς ἑαυτοὺς καὶ λογικοί, ὀφείλουν νὰ ψηφίσωσι τὸν πολιτικὸν γάμον.
*
* *
Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ τὰς συστάσεις τῶν κομματαρχῶν διὰ νὰ διορίζεται δασκάλα, εἷς τῶν κομματαρχῶν τούτων, ὁ Παναγὴς ὁ Ντεληκανάτας, ὁ ταβερνάρης, τὴν εἶχεν ἐκμεταλλευθῆ. Ἅμα ἤλλαξε τὸ ὑπουργεῖον, καὶ δὲν ἴσχυε πλέον νὰ τὴν διορίσῃ, τῆς εἶπεν: «Ἔλα νὰ ζήσουμε μαζί, κι ἀργότερα θὰ σὲ στεφανωθῶ». Πότε; Μετ᾽ ὀλίγους μῆνας, μετὰ ἓν ἑξάμηνον, μετὰ ἕνα χρόνον.
Ἔκτοτε παρῆλθον χρόνοι καὶ χρόνοι, κ᾽ ἐκεῖνος ἀκόμη εἶχε μαῦρα τὰ μαλλιά, κι αὐτὴ εἶχεν ἀσπρίσει. Καὶ δὲν τὴν ἐστεφανώθη ποτέ.
Αὐτὴ δὲν ἐγέννησε τέκνον. Ἐκεῖνος εἶχε καὶ ἄλλας ἐρωμένας. Κ᾽ ἐγέννα τέκνα μὲ αὐτάς.
Ἡ ταλαίπωρος αὐτὴ μανθάνουσα, ἐπιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, ὑπομένουσα, ἐγκαρτεροῦσα, ἔπαιρνε τὰ νόθα τοῦ ἀστεφανώτου ἀνδρός της εἰς τὸ σπίτι, τὰ ἐθέρμαινεν εἰς τὴν ἀγκαλιάν της, ἀνέπτυσσε μητρικὴν στοργήν, τὰ ἐπονοῦσε. Καὶ τὰ ἀνέσταινε, κ᾽ ἐπάσχιζε νὰ τὰ μεγαλώσῃ. Καὶ ὅταν ἐγίνοντο δύο ἢ τριῶν ἐτῶν, καὶ τὰ εἶχε πονέσει πλέον ὡς τέκνα της, τότε ἤρχετο ὁ Χάρος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὴν ὀστρακιάν, τὴν εὐλογιάν, καὶ ἄλλας δυσμόρφους συντρόφους… καὶ τῆς τὰ ἔπαιρνεν ἀπὸ τὴν ἀγκαλιάν της.
Τρία ἢ τέσσαρα παιδία τῆς εἶχαν ἀποθάνει οὕτω ἐντὸς ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἐτῶν.
Κι αὐτὴ ἐπικραίνετο. Ἐγήρασκε καὶ ἄσπριζε. Κ᾽ ἔκλαιε τὰ νόθα τοῦ ἀνδρός της ὡς νὰ ἦσαν γνήσια ἰδικά της. Κ᾽ ἐκεῖνα τὰ πτωχά, τὰ μακάρια, περιΐπταντο εἰς τὰ ἄνθη τοῦ παραδείσου, ἐν συντροφίᾳ μὲ τ᾽ ἀγγελούδια τὰ ἐγχώρια ἐκεῖ.
Ἐκεῖνος οὐδὲ λόγον τῆς ἔκαμνε πλέον περὶ στεφανώματος. Κι αὐτὴ δὲν ἔλεγε πλέον τίποτε. Ὑπέφερεν ἐν σιωπῇ.
Κ᾽ ἔπλυνε κ᾽ ἐσυγύριζεν ὅλον τὸν χρόνον. Τὴν Μεγάλην Πέμπτην ἔβαπτε τ᾽ αὐγὰ τὰ κόκκινα. Καὶ τὰς καλὰς ἡμέρας δὲν εἶχε τόλμης πρόσωπον νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Μόνον τὸ ἀπόγευμα τοῦ Πάσχα, εἰς τὴν ἀκολουθίαν τῆς Ἀγάπης, κρυφὰ καὶ δειλὰ εἰσεῖρπεν εἰς τὸν ναόν, διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα» μαζὶ μὲ τὶς δοῦλες καὶ τὶς παραμάννες.
Ἀλλ᾽ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη «ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων», ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ λῃστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῇ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν.
(1896)









 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 89-94
ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ!
― Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μὲς στὸ γυαλί, εἶπε ἡ μάννα μου, γιατὶ δὲν ἔχουμε πατέρα στὸ σπίτι.
― Χωρὶς πεντάρα;
― Ναί.
― Καὶ τί ἔγινε ὁ πατέρας σου;
― Νά, πάει νὰ βρῇ ἄλλη γυναῖκα.
Ἦτο πενταετὲς παιδίον, ζωηρόν, μὲ λαμπροὺς μεγάλους ὀφθαλμούς, ρακένδυτον. Καὶ μὲ παιδικὴν χάριν, μὲ σπαρακτικὸν ἐν τῇ ἀθῳότητι μειδίαμα, ἐπρόφερεν ἑκάστοτε τὴν φράσιν ταύτην, τῆς ὁποίας ὅλον τὸ βάθος δὲν ἦτο ἱκανὸν νὰ κατανοήσῃ, τόσον ὥστε οἱ ἄνθρωποι οἱ μὴ ἔχοντες νὰ κάμουν τίποτε, καθὼς ἐγώ, πολλάκις τὸ ἐκάλουν, καὶ ἀπέτεινον αὐτῷ τὴν ἄνω ἐρώτησιν τοῦ μικροῦ παντοπώλου τῆς γειτονιᾶς, μόνον καὶ μόνον διὰ ν᾽ ἀκούσωσιν ἀπὸ τὸ στόμα του τὴν ἀπόκρισιν.
― Νά, πάει νὰ βρῇ ἄλλη γυναῖκα.
Δὲν ἦτο ἡ πρώτη φορὰ ὁποὺ τὸ ἔβλεπα. Κατ᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν συνέβη νὰ εἶμαι πλούσιος, διότι εἶχα κατορθώσει μετὰ πέντε ἐκλιπαρήσεις, καὶ μετὰ τέσσαρας ἀποπομπάς, νὰ λάβω δεκαπέντε δραχμάς, ἀπέναντι ὀγδοήκοντα ὀφειλομένων μοι δι᾽ ἀμοιβὴν φιλολογικῆς ἐργασίας πέντε ἑβδομάδων. Κατὰ τὰς τοιαύτας δὲ ἡμέρας, ἰσαρίθμους μὲ τὰς σελήνας τοῦ ἐνιαυτοῦ, μοὶ συμβαίνει, χωρὶς νὰ φροντίσω νὰ πληρώσω μέρος τῶν χρεῶν μου, νὰ ἐξοδεύω μονοημερὶς τὰ δύο τρίτα τοῦ οὕτω πως ἐκβιασθέντος ποσοῦ, φυλάττων φρονίμως τὸ τρίτον διὰ τὰς ἑπομένας τρεῖς ἑβδομάδας.
Ἔκραξα τὸ παιδίον καὶ τοῦ ἔδωκα μίαν πεντάραν. Ἐκεῖνο τὴν ἔλαβεν, ἔβγαλεν ἔξω ἀπὸ τὰ χείλη τὴν γλῶσσαν, μὲ μειδίαμα εὐδαιμονίας, καὶ ἀτενίζον με εἶπε:
― Δό μ᾽ κι ἄλλη, μπάρμπα!
*
* *
Δὲν ἦτο τὸ μόνον παιδίον, τὸ ὁποῖον ἤρχετο εἰς τὸ μικρὸν ἐκεῖνο παντοπωλεῖον τῆς ὁδοῦ Σ…, κατὰ τὴν δυτικὴν ἐσχατιὰν τῆς πόλεως. Πτωχαὶ γυναῖκες ἔστελναν συνήθως τὰς πενταετεῖς ἢ ἑπταετεῖς κορασίδας των διὰ νὰ ὀψωνίσουν. Συνέβαινε καθ᾽ ἑσπέραν νὰ κάθημαι ἐπὶ ἡμίσειαν ὥραν καὶ πλέον, συνομιλῶν μὲ δύο ἢ τρεῖς φίλους, πίνοντας τὸ ὀρεκτικόν των, εἰς τὸ μικρὸν μαγαζεῖον, ἐνίοτε δὲ νὰ λαμβάνω ἐκεῖ τὸ λιτὸν δεῖπνόν μου. Πολλάκις τριετῆ νήπια ψελλίζοντα τὰ ἔστελναν αἱ προκομμέναι αἱ μητέρες των, μὲ ἐπικίνδυνα ποτήρια ἢ φιαλίδια εἰς τὰς χεῖρας, διὰ ν᾽ ἀγοράσουν κασὶ λάιλυκάζι. Ἓν τούτων ἐζήτει νὰ τοῦ δώσουν ἕνα κουμπὶ (σκουμβρί), ἄλλο ἐζήτει μιὰ πεντάρα πίτα (σπίρτα). Τὴν γλῶσσάν των μόνος ὁ νεαρὸς παντοπώλης, ὁ φίλος μου, ἦτο ἱκανὸς νὰ τὴν ἐννοῇ. Ὁ ἴδιος ἐσπλαγχνίζετο ἐνίοτε καὶ ἔστελνε προπομποὺς τοὺς ἰδίους του ὑπηρέτας ἕως τὴν θύραν τῶν μικρῶν παιδίων, διὰ νὰ φθάσουν ταῦτα ἀσφαλῶς εἰς τὴν μητέρα των.
Συχνὰ συνέβαινε νὰ ξεχάσῃ ἡ μικρὰ παιδίσκη, πενταέτις ἢ ἑξαέτις, τὸ εἶδος, τὸ ὁποῖον ἐστάλη ν᾽ ἀγοράσῃ, καὶ νὰ εἴπῃ ἄλλα ἀντ᾽ ἄλλων.
Ἐντεῦθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι ἐκ μέρους τῶν μητέρων, ὕβρεις κατὰ τοῦ μπακάλη. Πάντοτε τὸν μπακάλην ἔβγαζαν πταίστην. Τὸ παιδὶ ποτὲ δὲν ἔπταιε.
Ἄλλοτε συνέβη νὰ τοῦ πέσῃ εἰς τὸν δρόμον τὸ μισὸ τὸ ρύζι, ἢ νὰ φάγῃ τὴν μισὴν τὴν ζάχαριν. Τότε ἡ μήτηρ ἢ ἡ γιαγιὰ κατήρχετο ἡ ἰδία, καὶ ὕβριζε τὸν μπακάλην, λέγουσα ὅτι τέτοιος ἦτον, τὸν ἤξευρεν αὐτή, ὅλο ξίκικα ἐπώλει· μ᾽ αὐτὰ ἐζητοῦσε νὰ πλουτήσῃ κι αὐτός. Καὶ δύναμαι νὰ μαρτυρήσω ὅτι ὁ μπακάλης ἦτο, ὡς ἐμπορευόμενος καὶ ὡς ἄτομον, τίμιος ἄνθρωπος. Ἄλλοτε πάλιν, ὁ μικρὸς ψωνιστής, τὸ δεινότερον, ἔχανε καθ᾽ ὁδὸν τὰ λεπτά, τὰ ρέστα, ὅσα ἔλαβεν ἀπὸ τὸ παντοπωλεῖον. Πλὴν διὰ τοῦτο εἶχε ληφθῆ ἡ πρόνοια νὰ τυλίγωνται τὰ ρέστα εἰς χαρτίον, καὶ κάποτε νὰ δένωνται κομπόδεμα εἰς ράκος καὶ νὰ ἐμβάλλωνται εἰς τὴν τσέπην τοῦ μικροῦ. Καὶ ὅμως πολλάκις ἐχάνοντο πεντάλεπτα καὶ δεκάλεπτα καὶ ὁλόκληροι λιμοκοντόροι. Καὶ πάλιν ὁ μπακάλης ἔπταιεν.
*
* *
Ἀλλ᾽ ἂς ἐπανέλθω εἰς τὸ παιδίον περὶ οὗ ὁ λόγος ἐν ἀρχῇ. Δὲν εἶμαι ποτὲ πολυπράγμων, ἀλλ᾽ ὁ φίλος μου ὁ μικρὸς παντοπώλης ἤξευρεν ὡς εἰκὸς ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς γειτονιᾶς. Ἦτο γενικὸς θεματοφύλαξ τῶν ἀλλοτρίων ὑποθέσεων. Δὲν ἠξεύρω ἂν τὸ βλέμμα μου τοῦ ἐφάνη ἐρωτηματικόν, ἀλλ᾽ ὅταν εὐκαίρησεν, αὐθόρμητος ἤρχισε νὰ μοῦ διηγῆται τὴν ἱστορίαν.
Πρὸ ἐννέα ἐτῶν ὁ Μανώλης ὁ Φλοεράκης εἶχε νυμφευθῆ τὴν Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Ἐκ τῆς συζυγίας ταύτης ἐγεννήθησαν πέντε τέκνα, ἐξ ὧν τὸ τρίτον ἦτο τὸ παιδίον ἐκεῖνο.
Ὁ Μανώλης ἦτο ξυλουργός, ἀλλὰ δὲν διέπρεπε πολὺ ἐπὶ φιλοπονίᾳ, Εἰργάζετο, ὁσάκις εἶχεν ἐργασίαν, ἀπὸ τὴν Τρίτην ἕως τὴν Παρασκευήν. Τὸ Σάββατον πρωὶ τοῦ ἐπονοῦσεν αἴφνης ἡ μέση του, τὴν Δευτέραν τοῦ ἐπονοῦσε τὸ κεφάλι. Ἐννοεῖται ὅτι διήρχετο ἐν κραιπάλῃ ἀπὸ τὸ Σάββατον ἑσπέρας ἕως τὴν Δευτέρα πρωί.
Ἡ γυνὴ ἦτο φιλεργός. Εἶχε ραπτικὴν μηχανὴν καὶ κατεσκεύαζεν ὑποκάμισα. Ἐκέρδιζεν οὕτω ἓν τάλληρον τὴν ἑβδομάδα, τὸ ὁποῖον, προστιθέμενον εἰς τὰς δεκατρεῖς ἢ δεκατέσσαρας δραχμάς, ὅσας ἐκέρδιζεν ἐκεῖνος, καὶ ἐκ τῶν ὁποίων τὰ ἡμίση τοῦ ἐχρειάζοντο διὰ τὸ τακτικὸν μεθύσι τῆς Κυριακῆς, μόλις ἤρκει πρὸς συντήρησιν τῆς οἰκογενείας.
Πλὴν ἡ οἰκογένεια ηὔξανε, σχεδὸν κάθε χρόνον. Ἀνὰ ἓν κουτσουβέλι, ἢ κατσιβέλι, ἐγεννᾶτο τακτικὰ κάθε δεκαοκτὼ μῆνας, μὲ κανονικότητα ἀπελπιστικήν. Ἡ οἰκογένεια ηὔξανεν, ἀλλὰ τὸ εἰσόδημα ἠλαττοῦτο. Ἡ ἐργασία ἐγίνετο σπανιωτέρα. Ἡ ραπτικὴ μηχανὴ παρερρίφθη εἰς μίαν γωνίαν, ἐτέθη εἰς ἀχρηστίαν. Ἡ Γιαννούλα, μὴ προφθάνουσα ν᾽ ἀπογαλακτίσῃ ἓν μωρό, καὶ ἀρχίζουσα νὰ βυζαίνῃ ἀμέσως ἄλλο, μόλις ἐπαρκοῦσα διὰ νὰ πλύνῃ ράκη, δὲν εἶχε πλέον καιρὸν νὰ ράπτῃ ὑποκάμισα.
Ὁ Μανώλης δὲν ἔπαυσε νὰ μεθύῃ τακτικὰ ἀπὸ τὸ Σαββατόβραδον ἕως τὸ ἐξημέρωμα τῆς Δευτέρας. Ἡ Γιαννούλα δὲν εἶχε πλέον δεύτερον φόρεμα. Τὰ παιδιὰ δὲν εἶχαν πάντοτε ψωμί. Ἡ ἑστία σπανίως ἦτο ἀναμμένη. Ἡ γυνὴ ἐγόγγυζε. Ὁ Μανώλης, ὅταν ἤρχετο, τὴν ἔτρωγε ἀπὸ τὴν γρίνια. Τὰ παιδιὰ ἔκλαιαν. Ἡ ἀχυροστρωμνὴ ἦτο τρύπια. Ἡ κουβέρτα δὲν ἤρκει νὰ σκεπάσῃ τὰ τρία μεγαλύτερα παιδιά.
Ἡ λάμπα ἦτο ἀκαθάριστη καὶ δὲν εἶχε πετρέλαιον. Ἡ στάμνα εἶχε σπάσει πρὸ τριῶν ἡμερῶν, καὶ ἔπιναν ἀπὸ ἕνα τσαγκλί*, ὁσάκις εἶχε νερὸν ἡ βρύσις τῆς γειτονιᾶς. Ἡ σκούπα, καταλερωμένη, εἶχε φαγωθῆ ἡ μισή, καὶ ἐλίπαινε τὸ πάτωμα ἀντὶ νὰ τὸ σκουπίσῃ. Τὸ τηγάνι εἶχε τρυπήσει καὶ ἦτο ἄχρηστον. Ἡ χύτρα ἦτο ραγισμένη, καὶ ἔσβηνε τὴν φωτιὰν διαρρέουσα, ὅταν φωτιὰ ὑπῆρχε. Ἡ κατσαρόλα ἦτο παλαιά, φαγωμένη, ἀγάνωτη. Ὁ γανωτὴς εἶχε προτείνει ἢ νὰ τὴν ἀγοράσῃ ἀντὶ πενῆντα λεπτῶν, ἢ νὰ τὴν γανώσῃ ἀντὶ πενῆντα, μὲ κίνδυνον, εἶπε, νὰ τρυπήσῃ καὶ νὰ γίνῃ ἄχρηστη. Ἡ Γιαννούλα ἐπροτίμησε νὰ τὴν κρατήσῃ ἀγάνωτην.
Ἡ ραπτικὴ μηχανὴ εἶχε δοθῆ ἐνέχυρον διὰ δύο εἰκοσιπεντάρικα, τὰ ὁποῖα θὰ ἐχρησίμευαν διὰ τὰ γεννητούρια τοῦ τελευταίου μωροῦ καὶ δι᾽ ἄλλας χρείας. Τὰ δύο εἰκοσιπεντάρικα δὲν ἐπεστράφησαν, καὶ ἡ μηχανὴ ἐκρατήθη.
*
* *
Εἰς τοιαύτην κατάστασιν ἦτο ἡ οἰκία, ὅταν εἰσεχώρησεν ὁ κουμπάρος ἐντός.
Ὁ κουμπάρος ἦτο ἄγαμος καὶ τεσσαρακοντούτης, παχύς, εὐμορφάνθρωπος μὲ πλατὺ ζουνάρι. Ἦτο μέγας καὶ πολύς, κομματάρχης ἑνὸς τῶν πολιτευτῶν τῆς Ἀττικῆς, εἶχε κερδήσει χρήματα ἀπὸ κάτι ἐνοικιάσεις. Ἦτο ἄνθρωπος μ᾽ ἐπιρροήν.
Κατ᾽ ἀρχὰς ἤρχετο ἅπαξ τοῦ μηνός. Εἶτα ἦλθε δὶς εἰς μίαν ἑβδομάδα, φέρων κρέας καὶ μικρά τινα δῶρα διὰ τὰ παιδία. Κατόπιν ἤρχισε νὰ ἔρχεται ἡμέραν παρ᾽ ἡμέραν. Τέλος ἤρχετο καθ᾽ ἑκάστην, φέρων πάντοτε ὀψώνια.
Τίς οἶδε ποίους σκοποὺς ἔτρεφεν ὁ κουμπάρος. Πλὴν ἡ Γιαννούλα ἦτον τίμια, ὅσον καὶ πᾶσα ἄλλη.
Ἡ Γιαννούλα ἦτον τίμια, ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης ἦτον ζηλιάρης. Καὶ μετὰ πολλὰ ἑσπερινὰ δεῖπνα τὰ ὁποῖα ἔφαγεν εἰς τὴν οἰκίαν ὁμοῦ μὲ τὸν κουμπάρον, μετὰ πολλὰς δὲ πρωινὰς σκηνὰς τὰς ὁποίας ἔκαμεν εἰς τὴν γυναῖκά του, ἤρχισε νὰ μὴν εἶναι συνεπὴς εἰς τίποτε, κάποτε μάλιστα νὰ ξενοκατιάζῃ.
Τῆς εἶχε διηγηθῆ πολλάκις ὅτι, πρὶν τὴν πάρῃ, εἶχε μία φιλενάδα. Ἐκείνη εἶχε νυμφευθῆ ἔκτοτε, ἴσως χωρὶς παπά, καθὼς συνηθίζεται κάποτε εἰς τὴν πτωχὴν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ὅτι τὴν εἶχε ξανανταμώσει, αὐτὴν τὴν παλαιὰν γνωριμίαν, καὶ διὰ τοῦτο ἔλειπεν ἀπὸ τὸ σπίτι βραδιὲς-βραδιές.
Ὅσον διὰ τὴν Γιαννούλαν, τὸ μόνον ἔγκλημά της ἦτο ὅτι, ἴσως, εἶχε πολιτέψει* τὸν κουμπάρον, καὶ δὲν τὸν εἶχε διώξει μίαν καὶ καλήν. Ὁ κουμπάρος ἤξευρε, βλέπετε, ἀπὸ πολιτικήν, καὶ αὐτή, ὡς γυνὴ ὁποὺ ἦτον, ἤξευρεν ἀπὸ ψευτοπολιτικήν. Πλὴν οἱ γειτόνισσες δὲν ἦσαν ἐπιεικεῖς, καὶ τὴν ἐκακολόγησαν. Καὶ εἷς τῶν γειτόνων, ὁ κὺρ Ζάχος ὁ Ξεφαντούλης, ἦτο τῆς ἀρχῆς ὅτι ἔπρεπεν ὁ ἐνδιαφερόμενος «νὰ ξέρῃ τί τρέχει». Καὶ ἡ ὑστεροβουλία, ἡ λανθάνουσα καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον, ἦτο νὰ εὕρῃ διασκέδασιν αὐτὸς μὲ τὲς φωνές, μὲ τὲς κατακεφαλιές, μὲ τὰ τραβήγματα τῶν μαλλιῶν καὶ μὲ τὸ χώρισμα τοῦ ἀνδρογύνου.
Αὐτὸ θὰ εἰπῇ νὰ σοῦ θέλῃ τις τὸ καλόν σου, νὰ κήδεται τῆς τιμῆς σου, δηλαδή. Νὰ σὲ βάλῃ νὰ σκοτωθῇς.
*
* *
Μετὰ τελευταίαν φοβερὰν σκηνήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἡ Γιαννούλα ἐβγῆκε μὲ μισὴν πλεξίδα, μὲ ἓν μάγουλον αἱματωμένον, καὶ μὲ σχισμένον ὑποκάμισον ―καὶ ὅλοι οἱ φρονιμώτεροι ἄνθρωποι τῆς γειτονιᾶς ἔτρεφον τὴν πεποίθησιν, τὴν ὁποίαν συμμερίζεται καὶ ὁ γράφων, ὅτι ἡ Γιαννούλα ἦτον ἀθῴα― ὁ Μανώλης ἔγινεν ἄφαντος. Ἐπῆγε νὰ ἐνταμώσῃ ὁριστικῶς τὴν παλαιάν του γνωριμίαν.
Ὁ κουμπάρος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε παύσει τὰς συχνὰς ἐπισκέψεις του. Εἶχεν ἀρραβωνισθῆ. Γεροντοπαλλήκαρον ἀκμαῖον, καλοκαμωμένος, εὐμορφάνθρωπος, μὲ πλατὺ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας καὶ πολύς, κερδήσας χρήματα ἀπὸ τὰς ἐνοικιάσεις, ἑπόμενον ἦτο νὰ εὕρῃ νύμφην μὲ προῖκα.
Ἡ Γιαννούλα τὸν εἶχε πολιτέψει ἡ πτωχή. Μόνον τοῦτο τὸ ἁμάρτημα εἶχε πράξει. Ἀλλὰ τὰ παιδία ἐπεινοῦσαν. Πλὴν ἐκεῖνος ἐβαρύνθη νὰ περιμένῃ, κ᾽ ἔφυγε μὲ τὴν ὥραν του.
Καὶ ἡ Γιαννούλα ἔμεινε μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά ―τὸ πέμπτον εἶχεν ἀποθάνει, ἀνακληθὲν ἐνωρὶς ὑπὸ τοῦ Πολυευσπλάγχνου καὶ Πανσόφου εἰς τὸν κῆπον τὸν ἀνθηρόν, εἰς τὸ ὡραῖον περιβολάκι μὲ τὰ κρίνα καὶ μὲ τοὺς ναρκίσσους, μετὰ τῶν ὁποίων φυτεύονται καὶ ἀνθοῦσιν ἐσαεὶ καὶ τὰ ἄκακα νήπια―· ἔμεινε, λέγω, μὲ τὰ τέσσαρα παιδία, χωρὶς πατέρα, καὶ χωρὶς κουμπάρον.
Ἔμεινε χωρὶς ἄρτον εἰς τὸ ἑρμάρι καὶ χωρὶς φωτιὰν εἰς τὴν ἑστίαν, χωρὶς φόρεμα, χωρὶς στρωμνήν, χωρὶς σκέπασμα, χωρὶς χύτραν καὶ χωρὶς στάμναν· καὶ χωρὶς ραπτικὴν μηχανήν!
Καὶ τὸ τρίτον παιδίον, ὁ Μῆτσος, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔβλεπα, ἤρχετο εἰς τὸ παντοπωλεῖον, καὶ ἐζήτει ἀπὸ τὸν μικρὸν μπακάλην, ὅστις ἦτο ἀκριβὴς εἰς τὰ σταθμά, ἀλλὰ δὲν ἐνόει ἀπὸ ἐλεημοσύνην, ἤρχετο καὶ ἐζήτει νὰ τοῦ στάξῃ «μιὰ σταξιὰ λάδι στὸ γυαλί», αὐτὸ τὸ ὁποῖον θὰ ἦτο ἄξιον νὰ στάξῃ μίαν σταγόνα νεροῦ εἰς πολλῶν πλουσίων χείλη, εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.
Καὶ ᾐτιολόγει τὴν αἴτησίν του λέγον:
― Δὲν ἔχουμε πατέρα στὸ σπίτι!
(1895)

  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1982
Σελ. 83-87
Η ΧΗΡΑ ΠΑΠΑΔΙΑ
(ΗΘΗ ΤΩΝ ΣΠΟΡΑΔΩΝ)
Α´
Μόλις ὁ Χατζη-Γιάννης ἤνοιξε τὸ στόμα διὰ νὰ τονίσῃ τὴν ἐπῳδὸν τοῦ ᾄσματός του καὶ ἡ κολοσσαία χεὶρ τοῦ Μηνᾶ τοῦ ἔφραξε τὰ χείλη διὰ φοβεροῦ κινήματος.
Τὸ πρᾶγμα συνέβαινεν ἐν Κ…, μιᾷ τῶν Σποράδων, περιφήμῳ διὰ τὸ ναυτικόν της. Ἓν τῶν ὑψίστων προνομίων ὅπερ κατεῖχον αἱ ὑπὸ τὴν τουρκικὴν δεσποτείαν τελοῦσαι αὗται νῆσοι, ἀπολαύουσαι ὅμως τὸ πάλαι δημοτικῆς τινος αὐτονομίας, πολυτίμου διὰ τοὺς κατοίκους των, ἦτο τὸ δικαίωμα τοῦ κωμάζειν ἐν ταῖς ὁδοῖς τὴν νύκτα, ὅπερ δὲν ἀνεγράφετο μὲν ἐν τῷ ἀστικῷ κώδικι, ἐκυροῦτο ὅμως διὰ τῆς ἀνοχῆς ἣν ἐδείκνυεν ἡ ἐγχώριος πολιτοφυλακὴ πρὸς τοὺς ἐκ μακρῶν θαλασσοποριῶν ἐπιστρέφοντας τολμηροὺς ναυβάτας.
Ἡ λέξις γεμιτζὴς (ναύτης) καὶ αἱ λέξεις ντερτιλὴς καὶ μερακλὴς ἦσαν πάλαι ποτὲ καὶ αἱ τρεῖς συνώνυμοι. Νὰ ἐπιστρέφῃ τις ἐκ μακροῦ διάπλου ἀνὰ τὸν Εὔξεινον καὶ τὸν Ἀδρίαν, νὰ ἔχῃ διέλθει ἀνάστρους καὶ ζοφερὰς νύκτας παρὰ τοὺς ἱστοὺς καὶ τὸ πηδάλιον ἄγρυπνος, χωρὶς μήτε ζεῦγος ὀφθαλμῶν νὰ φαίνεται κάπου λαμπυρίζον εἰς τὴν ἔρημον παραλίαν, μήτε ἀνήσυχον οὖς ν᾽ ἀκούῃ τοὺς διὰ περιπαθῶν φθόγγων διερμηνευομένους στεναγμοὺς τοῦ ἔρωτος, μετὰ τὸ τελευταῖον ᾆσμα τοῦ ἀπόπλου, τοῦ ὁποίου τοὺς τόνους ψιθυρίζουσιν ἀκόμη αἱ θαλάσσιαι αὖραι περὶ τὴν ἀκτήν:
Ἄναψε τὸ φαναράκι καὶ κατέβα στὸ γιαλό,
λῦσέ μας τὸ παλαμάρι, κι ἄιντε κόρη μ᾽ στὸ καλό
καὶ νὰ μὴ ἔχῃ τὸ δικαίωμα νὰ τραγουδήσῃ ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς φίλης του;
Αὐτὸ τοῦτο ἤθελε νὰ πράξῃ καὶ ὁ Χατζη-Γιάννης, νέος εἰκοσαετής, ὅστις ἐτήρει μὲν ἐκ προγόνων τὴν προσωνυμίαν τοῦ Χατζῆ, ἦτο δὲ καὶ ὁ ἴδιος προσκυνητὴς τῶν Ἁγίων Τόπων. Ἀλλ᾽ ὁ ἐξάδελφος Μηνᾶς, αὐστηρότερος εἰς τὸ περὶ κοσμιότητος κεφάλαιον, ἐζήτει νὰ τὸν παρεμποδίσῃ. Ὁ νεαρὸς ὅμως Χατζη-Γιάννης, ἔκδοτος ὅλος εἰς τὸν ἔρωτα, ἐξέφραζε τὸ παράπονόν του διὰ δευτέρας στροφῆς ὡς ἑξῆς:
Ὡς καὶ τὰ παραθύρια της,
ξάδερφε Μηνᾶ,
ἀμάχη μοῦ βαστοῦνε·
Ὅταν γυρίσω καὶ τὰ ἰδῶ,
ξάδερφε Μηνᾶ,
χωρὶς ἀέρα κλειοῦνε.
Ἡ στροφὴ αὕτη δὲν ἦτο ἡ σκανδαλίζουσα τὸν ἐξάδελφον Μηνᾶν, ἀλλ᾽ ἡ πρώτη, καὶ μάλιστα διὰ τῆς ἐν εἴδει ἐπῳδοῦ ἐπικλήσεώς της:
Ἔβγα νὰ ἰδῶ τὸν ἴσκιο σου,
χήρα παπαδιά!
κ᾽ ἐγὼ τόνε γνωρίζω·
Τὸ νόστιμό σου τὸ κορμί,
χήρα παπαδιά!
ὁποὺ τὸ λαχταρίζω.
Συνέβαινε δὲ τῇ στιγμῇ ἐκείνῃ νὰ διέρχωνται ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς «χήρας παπαδιᾶς», πρὸς ἣν ἐγίνετο ἡ φλογερὰ ἐπίκλησις.
Β´
Ὅλοι οἱ νέοι τῆς νήσου, ἐπανακάμπτοντες ἐκ τῶν συνεχῶν θαλασσοποριῶν των, ἐφρόντιζον νὰ κομίζωσι δῶρα καὶ κοσμήματα διὰ τὰς ἐκλεκτὰς τῆς καρδίας των. Ὅλοι οἱ νέοι δὲν ἀπηξίουν νὰ κωμάζωσιν ἐνίοτε ὑπὸ τὰ παράθυρα τῆς ἀγαπητῆς των. Ὅλοι εἶχον ἐκλέξει ἀνὰ μίαν ἕκαστος νεάνιδα, ἣν προώριζεν ὡς μέλλουσαν σύντροφον τοῦ βίου του. Μόνος ὁ Χατζη-Γιάννης προείλετο νὰ ἐρωτευθῇ τὴν «χήρα παπαδιά».
Ὁ Χατζη-Γιάννης ἦτο μία τῶν μελαγχροινῶν ἐκείνων καὶ περιπαθῶν φύσεων, εἷς τῶν ἐρωτύλων ἐκείνων νέων, οἵτινες δὲν θέλουσι νὰ ἀκούσωσιν ἄλλο τι παρὰ τὸ πάθος των καὶ μόνον. Ὁ νεαρὸς ναυτικὸς οὔτε ἤξευρεν οὔτ᾽ ἐφρόντισε νὰ μάθῃ ἂν ἐπιτρέπεται ὁ δεύτερος γάμος εἰς τὰς χήρας τῶν ἱερέων. Ἓν μόνον ἤξευρεν, ὅτι τὴν ἠγάπα καὶ ἤθελε νὰ τὴν νυμφευθῇ.
Ἡ νέα γυνὴ ἦτο πράγματι ἀνταξία τοῦ διαπύρου αἰσθήματος, ὅπερ ἄκουσα ἐνέπνεεν. Ὀφείλομεν νὰ ὁμολογήσωμεν ὅτι δὲν ἠδυνήθη νὰ ἐννοήσῃ καὶ αὐτὴ πῶς ἔγινε παπαδιὰ αἴφνης, καὶ πῶς δεκαοκταετὴς ἔμεινεν ἐν χηρείᾳ. Τὴν ὑπάνδρευσαν δεκατετραετῆ, χωρὶς νὰ ἐρωτήσωσιν ἂν ἔστεργε τὸν σύζυγον, ὃν τῇ ἔδιδον, καὶ ἂν συγκατετίθετο νὰ γίνῃ παπαδιά. Μετὰ ἓν ἔτος ὁ σύζυγός της ἐχειροτονήθη ἱερεύς, χωρὶς αὐτὴ νὰ νομίσῃ ὅτι εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ δώσῃ ἢ ν᾽ ἀποποιηθῇ τὴν συναίνεσίν της. Μετὰ ἓν ἄλλο ἔτος, ὁ νεαρὸς λειτουργὸς τοῦ Κυρίου, ἀσθενήσας, ἀπέθανε, καὶ οὕτως αὕτη ἐντὸς διετίας ὑπέστη τόσας σχεδὸν μεταμορφώσεις, ὅσας καὶ ὁ μεταξοσκώληξ· ἐγένετο ἀπὸ κόρης γυνή, ἀπὸ γυναικὸς παπαδιά, καὶ ἀπὸ παπαδιᾶς χήρα· χήρα διὰ βίου.
Γ´
Καὶ ὅμως ὁ «ξάδερφος Μηνᾶς» δὲν ἦτο τόσον αὐστηρός, ὅσον ἠδύνατό τις ἐκ πρώτης ἀφετηρίας νὰ ὑποθέσῃ. Συνεπάθει μάλιστα τόσον πολὺ εἰς τὸ νεανικὸν πάθος τοῦ ἐξαδέλφου του, καὶ τόσον ἀφελὴς ἦτο, ὥστε, ὅταν τὸ πρᾶγμα ἐπροχώρησε κάπως, καὶ λόγος ἐγένετο εἰς διαφόρους ὁμίλους περὶ τοῦ ἔρωτος τοῦ Χατζη-Γιάννη, ἐφαντάσθη διὰ παραδόξου τρόπου νὰ θέσῃ ἐκποδὼν πᾶν πρόσκομμα ἐπιπροσθοῦν εἰς τὸν γάμον.
Εἶναι βέβαιον, φαίνεται, ὅτι ἐν τῷ Πηδαλίῳ δὲν ἀναγράφεται κανών τις ἀπαγορεύων τὸν δεύτερον γάμον εἰς τὰς ἐν χηρείᾳ πρεσβυτέρας. Ἀλλ᾽ ἡ πρόληψις καὶ ἡ παράδοσις, τὰ δύο ὁμοῦ συντιθέμενα, ἰσοδυναμοῦσι τὸ κάτω κάτω μὲ ἕνα ἀποστολικὸν ἢ συνοδικὸν κανόνα, καὶ ἔπειτα ὁ λαὸς οὐδέποτε ἔλαβεν ἀνὰ χεῖρας τὸ Πηδάλιον διὰ νὰ ἴδῃ πόσους καὶ ποίους περιέχει κανόνας. Τινὲς τῶν ἱερέων, ὀλίγιστοι, ἀνεγίνωσκον ἐνίοτε τὸ βιβλίον τοῦτο ἐν τῷ παρελθόντι.
Ὁ ἐρωτικώτατος Χατζη-Γιάννης οὐδὲν ἤκουεν οὔτε ἐνόει περὶ τοιαύτης ἀπαγορεύσεως, καὶ ἂν τῷ ἔλεγέ τις ὅτι οἱ κανόνες ἀπαγορεύουσι νὰ νυμφευθῇ τὴν παπαδιάν, ἤνοιγε μεγάλους ὀφθαλμοὺς καὶ ἔσειεν ἁπλῶς τοὺς ὤμους. Ὁ συνετὸς ὅμως Μηνᾶς ἐλάμβανε τὸ πρᾶγμα ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν, καὶ λοιπὸν ἐσοφίσθη ἁπλούστατα νὰ δώσῃ δῶρα πολύτιμα, λαχουρὶ καὶ ψέλλια εἰς τὴν γειτόνισσάν του, τὴν πρεσβυτέραν τοῦ παπα-Μανώλη, διὰ τὰς δύο ἀγάμους θυγατέρας της, καὶ τὴν παρεκάλεσε νὰ ὑποκλέψῃ ἐκ τῆς πενιχρᾶς βιβλιοθήκης τοῦ αἰδεσιμωτάτου αὐτὸ τὸ Πηδάλιον, τὸ περιέχον ὅλους τοὺς νόμους καὶ τοὺς κανόνας, καὶ νὰ τὸ δανείσῃ εἰς αὐτὸν διὰ μίαν ἡμέραν. Ὁ ἁπλοϊκὸς ἐξάδελφος τοῦ Χατζη-Γιάννη ἐφαντάζετο ὅτι τόσον θὰ ἤρκει διὰ νὰ φυλλολογήσῃ αὐτὸ τὸ βιβλίον, νὰ εὕρῃ τὴν σελίδα, ἐν ᾗ περιέχεται ὁ σχετικὸς πρὸς τὴν ἀπαγόρευσιν τοῦ δευτέρου γάμου εἰς τὰς χήρας τῶν ἱερέων κανών, νὰ ἀποσπάσῃ τὴν σελίδα ταύτην, νὰ τὴν σχίσῃ καὶ… πάει λέγοντας.
―  Καὶ τί τὸ θέλεις αὐτὸ τὸ βιβλίο; τὸν ἠρώτησεν ἡ Παπαμανώλαινα.
―Ἔννοιά σου, καλέ, ἀπήντησεν ὁ Μηνᾶς, κάτι θέλω νὰ διαβάσω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω πίσω εὐθύς.
―  Αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν εἶναι ποὺ ἔχει τὸν νομοκάνονα; ἠρώτησεν αὖθις ἡ δύσπιστος πρεσβυτέρα.
―  Ναί, εἶπε μορφάζων ὁ ἐξάδελφος Μηνᾶς.
―Ὁ παπὰς μοῦ λέγει πὼς δὲν κάνει νὰ τὸ πιάσῃ κανεὶς ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἱερωμένος.
―  Μὴν τὸ πιάνῃς μὲ τὰ χέρια γυμνά, ἀπήντησεν ὁ ἐξάδελφος Μηνᾶς, βάλε μία καθαρὴ πετσέτα.
Τέλος πολλὰ ἐμόχθησεν ὁ ταλαίπωρος Μηνᾶς, ἑωσοῦ πείσῃ τὴν Παπαμανώλαιναν. Ἄλλως καὶ ἡ ἐκδούλευσις αὐτῆς ἄκαρπος ἀπέβη. Λαβὼν τὸ Πηδάλιον ὁ Μηνᾶς, ὅστις μόλις ἤξευρε νὰ ἀναγινώσκῃ συλλαβιστὰ ὀλίγας λέξεις, ἐφυλλολόγει καὶ ἐφυλλολόγει, ἀλλὰ ποῦ νὰ εὕρῃ τὸν σχετικὸν κανόνα, ὅστις ἄδηλον ἄλλως ἂν ὑπάρχῃ; Τὸ χειρότερον ἦτο ὅτι ἐκινδύνευε νὰ φανῇ ἐκπρόθεσμος εἰς τὴν πρεσβυτέραν, καὶ τότε τί ν᾽ ἀπολογηθῇ αὕτη εἰς τὸν παπα-Μανώλην, ἂν τυχὸν παρετήρει οὗτος τὴν ἀπουσίαν τοῦ βιβλίου;
Παρελίπομεν νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ χήρα παπαδιά, χάριν τῆς ὁποίας ἐν ἀγνοίᾳ της ἐγίνοντο ὅλα τὰ ἐπιλήψιμα ταῦτα, ἦτο αὐτὴ αὕτη νύμφη τῆς γηραιᾶς πρεσβυτέρας καὶ τοῦ παπα-Μανώλη. Τούτου τὸν υἱὸν εἶχε νυμφευθῆ ἡ ἀτυχής, καὶ ἔμεινε χήρα ἐν νεαρωτάτῃ ἡλικίᾳ, ὡς εἴπομεν. Ὥστε τὸ τόλμημα τοῦ Μηνᾶ ἦτο, βλέπετε, φοβερώτερον ἢ ὅσον ἤθελε φανῆ ἄνευ τῆς περιστάσεως ταύτης.
Δ´
Μάταιοι ἀπέβησαν ὅλοι οἱ ἀγῶνες τοῦ Μηνᾶ, ἂν καὶ τὸ βιβλίον ἐδόθη αὐτῷ καὶ δευτέραν φορὰν καὶ τρίτην. Ὅσον καὶ ἂν ἐφυλλολόγει, τὸ ζητούμενον χωρίον δὲν εὑρίσκετο. Ἀλλ᾽ ὅ,τι δὲν κατώρθωσεν οὗτος δι᾽ ὅλων τῶν νομίμων μέσων, τὰ γραΐδια τῆς γειτονιᾶς, τεθέντα εἰς κίνησιν, ἠδυνήθησαν νὰ τὸ κατορθώσωσι. Μετὰ ἓν ἀκόμη ταξίδιον τοῦ Χατζη-Γιάννη καὶ τοῦ Μηνᾶ, οἵτινες ἦσαν συμπλωτῆρες καὶ συνιδιοκτῆται τοῦ αὐτοῦ πλοίου, τὸ πένθος τῆς νεαρᾶς παπαδιᾶς εἶχε κρυώσει ὀλίγον, ἡ συγκατάθεσίς της, τῇ μεσολαβήσει τῶν προξενητριῶν, τῆς ἀπεσπάσθη, καὶ ὑπελείπετο μόνον τὸ ζήτημα τοῦ πῶς νὰ τελεσθῇ ὁ γάμος. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ γέρων παπα-Μανώλης ἀπέθανεν, οἱ ἄλλοι ἱερεῖς δὲν εἶχον ἄμεσον συμφέρον νὰ φαίνωνται ἄκαμπτοι, καὶ κατωρθώθη, μετὰ ἢ ἄνευ ἐκκλησιαστικῆς ἀδείας, μεθ᾽ ἱεροτελεστίας ὅμως τακτικῆς, νὰ πραγματοποιηθῇ ὁ γάμος τοῦ Χατζη-Γιάννη μετὰ τῆς χήρας παπαδιᾶς.
Τὸ γεγονὸς τοῦτο εἶναι παλαιόν, συνέβη κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ αἰῶνος. Ἀλλὰ μέχρι τῆς σήμερον δὲν ὑπάρχει συμπόσιον ἢ ἁπλῶς ὅμιλος εὐθυμούντων ἐν Κ… ὅπου νὰ μὴ ἀντηχήσῃ καὶ τὸ ᾆσμα τῆς «χήρας παπαδιᾶς».
(1888)





















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου